Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 - Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ



ΠΗΓΗ: Διονυσίου Α. Κόκκινου, της Ακαδημίας Αθηνών: «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις Μέλισσα.

«Γερμανικαί μηχανοκίνητοι δυνάμεις εισήλθαν εις τας Αθήνας κατά την 27ην Απριλίου και ο επί κεφαλής τούτων ανήγγειλεν υπερηφάνως εις τον Χίτλερ ότι ύψωσεν επί της Ακροπόλεως την σημαίαν τού αγκυλωτού σταυρού. Ο πληθυσμός της πρωτευούσης κατά την ώραν της εισόδου των Γερμανών είχε παραμείνει κλεισμένος εις τα σπίτια του. Το θλιβερόν γεγονός αντιμετωπίσθη με σιωπηλήν οργήν και καρτερίαν…»

Η κατάληψις της Χώρας

"... Μη αποθαρρήσετε, Έλληνες, ουδέ κατά την οδυνηράν αυτήν στιγμήν της ιστορίας μας. Θα είμαι πάντοτε μεταξύ υμών. Το δίκαιον του αγώνος μας και ο Θεός να βοηθήσουν, όπως επιτύχωμεν δι’ όλων των μέσων την τελικήν νίκην, παρά τας δοκιμασίας, τας θλίψεις, τους κινδύνους, τους οποίους από κοινού εδοκιμάσαμεν και θα δοκιμάσωμεν εν τω μεταξύ. Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας πατρίδος..."
Εις τας Αθήνας κατά την 20ήν Απριλίου επέρασαν ώρας αγωνίας. Κατόπιν τηλεγραφήματος του επιστρέφοντος στρατηγού Γυαλίστρα περί της εκεί καταστάσεως, ο στρατηγός Μαζαράκης, εις τον οποίον είχεν ανατεθή να σχηματίση κυβέρνησιν, κατέθεσε την εντολήν.
Μετά τούτο δεν κατωρθούτο να ευρεθή πρόσωπον κατάλληλον δεχόμενον ν’ αναλάβη την προεδρίαν της κυβερνήσεως. Έγιναν προτάσεις εις τον στρατηγόν Πιτσίκαν και εις τον στρατηγόν Παναγιωτάκον. Ηρνήθησαν και οι δύο. Τέλος ο ναύαρχος Σακελλαρίου, πιστός εις το καθήκον και κατά τας σκληροτέρας στιγμάς και έτοιμος να τας αντιμετώπιση, εδέχθη την αντιπροεδρίαν της κυβερνήσεως. Η σύνθεσις της νέας κυβερνήσεως, η οποία ωρκίσθη κατά την 5.15’ μ. μ., ήτο η εξής: Αντιπρόεδρος και υπουργός των Ναυτικών ο ναύαρχος Σακελλαρίου, υπουργός των Στρατιωτικών ο στρατηγός Παναγάκος, υπουργός της Συγκοινωνίας ο στρατηγός Κορτζάς, υπουργός Εθνικής Προνοίας και Τύπου ο Θ. Νικολούδης, υπουργός των Οικονομικών ο Εμμ. Τσουδερός, υπουργός των Εσωτερικών και της Δημοσίας Ασφαλείας ο Κ. Μανιαδάκης, υπουργός της Παιδείας ο Ε. Σέκερης, υφυπουργός της Εμπορικής Ναυτιλίας ο Στ. Θεοφανίδης. Κατά την πρωίαν της 21ης Απριλίου ωρκίσθη ως πρόεδρος της κυβερνήσεως ο Τσουδερός.
Ήδη μετά την ανατροπήν των προϋποθέσεων που είχαν τεθή δια την παράτασιν της αμύνης και την ραγδαίαν εξέλιξιν της στρατιωτικής καταστάσεως επεβάλλετο η ταχυτέρα αναχώρησις τού βασιλέως και της κυβερνήσεως, η οποία και επραγματοποιήθη κατά την 4ην π. μ. της 23ης Απριλίου με κατεύθυνσιν προς την Κρήτην.
Προ της αναχωρήσεώς του ο βασιλεύς απηύθυνε το ακόλουθον διάγγελμα προς τον λαόν:
«Τα σκληρά πεπρωμένα τού πολέμου αναγκάζουν ημάς σήμερον όπως μετά τού Διαδόχου τού Θρόνου και της νομίμου κυβερνήσεως της χώρας απομακρυνθώμεν εξ Αθηνών και μεταφέρωμεν την πρωτεύουσαν τού κράτους εις Κρήτην, οπόθεν θα δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον αγώνα, τον οποίον η θέλησις τού έθνους ολοκλήρου και το καθήκον τής περιφρουρήσεως της ακεραιότητος και της ανεξαρτησίας της χώρας επέβαλλον ημίν ν’ αναλάβωμεν, μετά την απρόκλητον επίθεσιν ην υπέστημεν εκ μέρους δύο αυτοκρατοριών. Η θέλησις ημών, της κυβερνήσεως και του ελληνικού λαού, ποικιλοτρόπως διατρανωθείσα μέχρι σήμερον, προϋπέθετε την μέχρις εσχάτων αντίστασιν των ελληνικών στρατευμάτων, άτινα παρά τον άνισον αγώνα, ιδίως μετά την γερμανικήν εισβολήν εις τα εδάφη μας, πεισμόνως ηγωνίσθησαν κατά του εχθρού, έχοντα συνεπίκουρα και τα βρεταννικά στρατεύματα, τα οποία έσπευσαν εις βοήθειάν μας και τα οποία λαμπρώς ηγωνίσθησαν και αγωνίζονται ακόμη επί της ελληνικής γης, υπέρ μιας δικαίας υποθέσεως. Τα στρατεύματα ημών, εξηντλημένα εκ του τραχέος και νικηφόρου πολέμου τον οποίον διεξήγον επί εξ μήνας εναντίον πολύ ισχυρότερου εχθρού, γράψαντα τας ενδοξοτέρας σελίδας της στρατιωτικής ημών ιστορίας, συνέχισαν τον κατά της Γερμανίας αγώνα μετ’ αφαντάστων ηρωισμών.
Αγνοούμεν υπό ποίας συνθήκας επακριβώς ευρεθείς ο στρατός της Ηπείρου υπέγραψεν ανακωχήν μετά του εχθρού, εν αγνοία ημών, του αρχιστρατήγου και της κυβερνήσεως. Η πράξις αύτη κατ’ ουσίαν δεν δεσμεύει την ελευθέραν βούλησιν τού έθνους, του Βασιλέως και της κυβερνήσεως, η οποία συνίσταται εις την συνέχισιν του αγώνος δι’ όλων των υπολειπομένων δυνάμεων προς εξασφάλισιν των υπάτων εθνικών συμφερόντων.
Υποχρεωμένοι προς τον σκοπόν τούτον να μεταβώμεν εις Κρήτην, δεν το πράττομεν ειμή ίνα ελευθέρως και από ελευθέρας ελληνικής γης δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον κατά των εισβολέων αγώνα μέχρι της τελικής νίκης, ήτις και θα επιβραβεύση πλήρως τας μεγάλας θυσίας του έθνους.
Μη αποθαρρήσετε, Έλληνες, ουδέ κατά την οδυνηράν αυτήν στιγμήν της ιστορίας μας. Θα είμαι πάντοτε μεταξύ υμών. Το δίκαιον του αγώνος μας και ο Θεός να βοηθήσουν, όπως επιτύχωμεν δι’ όλων των μέσων την τελικήν νίκην, παρά τας δοκιμασίας, τας θλίψεις, τους κινδύνους, τους οποίους από κοινού εδοκιμάσαμεν και θα δοκιμάσωμεν εν τω μεταξύ. Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας πατρίδος.
Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξατε την ελληνικήν σας υπερηφάνειαν κατά της εχθρικής βίας και των εχθρικών δελεασμών. Θαρρείτε. Αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το έθνος.
Εν Αθήναις τη 23η Απριλίου 1941
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β’».
Η προσπάθεια ήδη των βρεταννικών δυνάμεων ήτο να διεξαγάγουν επιβραδυντικόν της προελάσεως τού εχθρού αγώνα και να αχθούν εις τους καθορισθέντος τόπους επιβιβάσεως, οι οποίοι ήσαν η Ραφίνα, ο Πορτοράφτης, η περιοχή Μεγάρων, οι Άγιοι Θεόδωροι, το Ναύπλιον και αι Καλάμαι. Αι βρεταννικαί οπισθοφυλακαί εις τας Θερμοπύλας θα εκάλυπταν τας κινήσεις των αποχωρούντων τμημάτων.
Κατόπιν τριημέρου σκληρού αγώνος εις τας Θερμοπύλας, εις τον οποίον συνέπραξαν με τους Βρεταννούς και ελληνικά τμήματα εναντίον τριών θωρακισμένων γερμανικών μεραρχιών και μιας ορεινής, αι βρεταννικαί οπισθοφυλακαί υπεχώρησαν προς νότον κατά την νύκτα της 24ης προς την 25ην Απριλίου. Γερμανοί αλεξιπτωτισταί προσεγειώθησαν παρά την Κόρινθον κατά την 26ην Απριλίου. Οι παρά τον Ισθμόν ευρισκόμενοι Βρεταννοί ανετίναξαν αμέσως μετά την προσγείωσιν ταύτην την γέφυραν της διώρυγος, ο δε στρατηγός Ουίλσον μόλις επρόφθασε κατά το μεσονύκτιον της ημέρας αυτής να φύγη μετά του επιτελείου του δι’ αεροπλάνου. Ολίγον μετά την αναχώρησίν του κατέφθασαν εις τον τόπον της απογειώσεως Γερμανοί μοτοσυκλετισταί.
Γερμανικαί δυνάμεις εξ άλλου διεπεραιώθησαν εκ της Αιτωλοακαρνανίας εις την Πελοπόννησον και κατέλαβαν τας Πάτρας, αλλά τα βρεταννικά στρατεύματα εκινούντο ήδη προς νότον.
Η γερμανική αεροπορία κατά το διάστημα τούτο, απολύτως κυρία ήδη του αέρος, εβομβάρδιζε και επολυβόλει τους τόπους επιβιβάσεως και παν πλωτόν βρεταννικόν και ελληνικόν μέσον, δια να παρακωλύση την αποχώρησιν των Βρεταννών, πλήττουσα καιρίως τα σκάφη τού βρεταννικού και του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Ο ελληνικός στόλος υπέστη την σφοδροτάτην και συνεχή επί ημέρας αυτήν επίθεσιν εις τας βάσεις και τα ορμητήρια του. Ερρίφθησαν μαγνητικαί νάρκαι εις τους λιμένας προς αποκλεισμόν και καταστροφήν των πλοίων και επλήττοντο ακόμη και τα πλωτά νοσοκομεία.
Κατά την 20ην Απριλίου σμήνος γερμανικών αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως επέπεσε κατά του αντιτορπιλλικού «Ψαρά». Ο αγών υπήρξε σκληρός. Το αντιτορπιλλικόν, πληττόμενον ολοένα, έβαλλε μέχρι της τελευταίας στιγμής δια των πυροβόλων του και κατέρριψε δύο στούκας. Ο άνισος αγών έληξε δια της καταβυθίσεως τού πλοίου, εκ του πληρώματος τού οποίου 40 εφονεύθησαν, 2 παρεφρόνησαν και 55 ετραυματίσθησαν. Οι επιζήσαντες μεταφέροντες και τους τραυματίας κατώρθωσαν υπό τον κυβερνήτην του αντιτορπιλλικού Κώνσταν να επιβιβασθούν λέμβου, επί της οποίας μάλιστα εις πρόκλησιν τού εχθρού ύψωσαν και την σημαίαν. Το αντιτορπιλλικόν «Ύδρα» προσεβλήθη κατά την 22αν Απριλίου από είκοσι αεροπλάνα ενώ έπλεεν εις τον Σαρωνικόν, και μη παύσαν να πυροβολή μέχρι της καταστροφής του εβυθίσθη αφού είχε 3 αξιωματικούς και 20 ναύτας νεκρούς και 50 τραυματίας. Ο κυβερνήτης της «Ύδρας» αντιπλοίαρχος Πεζόπουλος, θανασίμως τραυματισμένος, δεν ηθέλησε να εγκαταλείψη το σκάφος του, αλλ’ επροτίμησε να βυθισθή μαζί του. Εβυθίσθησαν επίσης τα μικρά αντιτορπιλλικά «Θύελλα», «Κύζικος», «Κυδωνίαι», «Πέργαμος», «Αλκυών», «Αρέθουσα», «Δωρίς» και «Θέτις», και μερικά από αυτά αύτανδρα, ενώ συνώδευαν νηοπομπάς. Επλήγησαν επίσης τα πλωτά νοσοκομεία «Έσπερος», «Πολικός», «Άνδρος», «Ελληνίς» και άλλα τρία, μολονότι έφεραν καταφανή τα σήματα τού Ερυθρού Σταυρού. Κατά την καταβύθισιν των πλοίων τούτων οι ριφθέντες εις την θάλασσαν και προσπαθούντες να διασωθούν επολυβολούντο. Ο Πειραιεύς εβομβαρδίζετο συνεχώς από της 20ής Απριλίου και επί μίαν εβδομάδα, εκ τοιούτου δε βομβαρδισμού κατά την 24ην Απριλίου επυρπολήθη εις τον λιμένα το επιβατικόν «Ελλάς» πλήρες επιβατών. Ολόκληρος η θάλασσα από των ορμών της Αττικής και τού Σαρωνικού μέχρι τού Κορινθιακού εφαίνετο κατά τας τραγικάς εκείνας ημέρας φλεγομένη.
Τα βρεταννικά στρατεύματα κατά τμήματα κατώρθωσαν να επιβιβασθούν επί πλοίων υπό τα πλήγματα της γερμανικής αεροπορίας εις τον Πορτοράφτην και το Ναύπλιον κατά την νύκτα της 24ης προς την 25ην Απριλίου, εις την περιοχήν Μεγάρων και Αγίων Θεοδώρων κατά την νύκτα της 25ης προς την 26ην Απριλίου, εις την Ραφίναν, τον Πορτοράφτην, το Ναύπλιον και τας Καλάμας κατά την νύκτα της 28ης προς την 29ην, εις την Μονεμβασίαν και τας Καλάμας κατά τας δύο επομένας νύκτας. Κατά τας δύο αυτάς τελευταίας ενεργείας επιβιβάσεως ολίγοι κατωρθώθη να παραληφθούν, διότι ήδη η περιοχή είχε καταληφθή από τους Γερμανούς. Αλλ’ είναι δυνατόν να λεχθή ότι, πλην των αναποφεύκτων απωλειών και των ολίγων συλληφθέντων αιχμαλώτων, ολόκληρον το βρεταννικόν εκστρατευτικόν σώμα κατωρθώθη ν’ αποχωρήση εκ της Ελλάδος. Η νέα Δουγκέρκη, που επεδίωκαν οι Γερμανοί, είχεν αποφευχθή.
Γερμανικαί μηχανοκίνητοι δυνάμεις εισήλθαν εις τας Αθήνας κατά την 27ην Απριλίου και ο επί κεφαλής τούτων ανήγγειλεν υπερηφάνως εις τον Χίτλερ ότι ύψωσεν επί της Ακροπόλεως την σημαίαν τού αγκυλωτού σταυρού. Ο πληθυσμός της πρωτευούσης κατά την ώραν της εισόδου των Γερμανών είχε παραμείνει κλεισμένος εις τα σπίτια του. Το θλιβερόν γεγονός αντιμετωπίσθη με σιωπηλήν οργήν και καρτερίαν.
Οι Αθηναίοι, πλην των ελαχίστων ολιγοπίστων και των οικτρών ανθρώπων της πέμπτης φάλαγγος, δεν επίστευαν ότι είχε τελειώσει ο αγών και ότι διεκόπτετο οριστικώς η ιστορία της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Κατά την ιδίαν ημέραν, ενώ απλησίαζαν οι Γερμανοί, κατώρθωσαν ν’ αναχωρήσουν δι’ αεροπλάνων εκ της περιοχής Ναυπλίου – Άργους οι παραμείναντες μέχρι της τελευταίας ώρας επί τού ελληνικού εδάφους αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως ναύαρχος Σακελλαρίου και ο υπουργός Κ. Μανιαδάκης και μετ’ αυτών ο ναύαρχος Τερλ και ο στρατηγός Χέυβουντ.
Κατά την 28ην, 29ην και 30ην Απριλίου αι μηχανοκίνητοι γερμανικοί δυνάμεις προήλασαν μέχρι των νοτιωτέρων άκρων της Πελοποννήσου.
Η βαρεία αυλαία της βίας είχεν ήδη καταπέσει επί της ελευθέρας ζωής της μέχρι του Ταινάρου ελληνικής χώρας.


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΚΚΕΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου