Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΚΑΙ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Τό κύριο μέλημα τού Αρείου Πάγου πού αποτελούσε υποτίθεται τήν τοπική κυβέρνηση τής Ανατολικής Στερεάς δέν ήταν η απόκρουση τών τουρκικών επιθέσεων, αλλά η εξουδετέρωση τού ατίθασου αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τού ανθρώπου πού μέ 100 παλληκάρια είχε σταματήσει στή Γραβιά τούς χιλιάδες Τουρκαλβανούς τού Ομέρ Βρυώνη.
 

Ενοχλητικοί ήταν καί όσοι συμπαθούσαν τόν Ανδρούτσο, όπως ο Υψηλάντης, ο Νικηταράς καί άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες. Όταν λοιπόν τόν Φεβρουάριο τού 1822 ξεκίνησαν οι παραπάνω αρχηγοί στρατιωτικές επιχειρήσεις στήν Ανατολική Ρούμελη, ο Άρειος Πάγος τού Νέγρη καί τό Εκτελεστικό τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου έκαναν τό πάν γιά νά τούς δυσχεράνουν τήν αποστολή είτε απογυμνώνοντάς τους από στρατιώτες είτε στερώντας τους τροφές καί πολεμοφόδια είτε εκδίδοντας αλλόκοτες διαταγές. Ομοίως αντιδρούσε ο Άρειος Πάγος από κοινού μέ τόν επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο στήν άφιξη τού Ανδρούτσου στήν Εύβοια καί τήν απόδοση σέ αυτόν τής αρχηγίας τών επιχειρήσεων γιά τήν άλωση τού κάστρου τής Καρύστου. 

ΓοβγίναςΟ Ανδρούτσος παρά τίς αντιδράσεις τού Νεοφύτου έφθασε στήν Καρυστία τόν Ιανουάριο τού 1822 καί ξεκίνησε επιθετικές ενέργειες κατά τού Ομέρ μπέη τής Καρύστου, ο οποίος ήταν κλεισμένος στό κάστρο του. Όσοι κάτοικοι έτρεμαν τόν Ομέρ μπέη, αναθάρρησαν όταν είδαν τό "Λιοντάρι τής Ρούμελης" καί πήραν τά όπλα γιά νά πολεμήσουν.

Μέ τόν Ανδρούτσο ενώθηκαν οι άντρες τών Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Νικολάου Κριεζώτη, Βάσου Μαυροβουνιώτη, Τομαρά καί Λεπενιώτη. Μοιράζοντας τίς δυνάμεις του στά χωριά Λάλα καί Πλακωτά παγίδευσε τούς Τούρκους πού επιχείρησαν έξοδο καί τούς ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάλι όμως ένα γράμμα από τόν Άρειο Πάγο ανακαλούσε τόν Ανδρούτσο γιά επείγουσες τάχα υποθέσεις στήν Αττική. Μέ τέτοιες μεθόδους καί τακτικές όλες οι επιχειρήσεις στήν Ανατολική Στερεά κατέληξαν σέ αποτυχία. Η διχόνοια γεννήθηκε μέ τήν επανάσταση καί ήταν αυτή πού απείλησε τήν επιτυχία της περισσότερο από όλους τούς πασάδες τής γής μέ τίς θηριωδίες τους.

Ηγέτης τής Εύβοιας μετά τήν αποχώρηση τού Ανδρούτσου έμενε ο Αγγελής Γοβγίνας, ο οποίος έπρεπε νά αντιμετωπίσει τά δύο πανίσχυρα κάστρα τής Χαλκίδας καί τής Καρύστου. Ο Γοβγιός κάλεσε σέ ενίσχυση τούς αρματολούς τού Ολύμπου καί στίς 28 Μαρτίου 1822 συγκέντρωσε τά ελληνικά στρατεύματα στά Βρυσάκια. Οι Τούρκοι τής Χαλκίδας οχύρωσαν τήν τοποθεσία Δύο Βουνά. Ο Γοβγίνας κατά τή διάρκεια τής νύκτας επιτέθηκε στό τουρκικό στρατόπεδο, αλλά οι Τούρκοι δέν αιφνιδιάστηκαν. Στήν μάχη πού ακολούθησε σκοτώθηκε ο Αγγελής μαζί μέ τόν αδελφό του Αναγνώστη Γοβγίνα καί τόν πιστό του φίλο Κώτσο.

Ο επόμενος πασάς πού θά κατέβαινε στό Μοριά ήταν ο πασάς τής Λάρισας Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, ο οποίος μετέβη στήν Λαμία γιά νά συγκέντρωσει τά ασκέρια του. Ο Ανδρούτσος πανταχού παρών συγκέντρωσε όσους οπλαρχηγούς μπόρεσε στόν Μπράλο γιά νά συσκεφθούν περί τού τρόπου αντιμετωπίσεως τού εχθρικού στρατού. Αποφάσισαν νά πάνε στή Στυλίδα ο Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης καί ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης καί στό Πατρατζίκι (Υπάτη) ο Πανουργιάς, ο γέρο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Δήμος Κοντογιάννης καί ο Σκαλτσοδήμος.

Οι μάχες ξεκίνησαν στίς 31 Μαρτίου 1822 (Μεγάλη Παρασκευή). Τό σώμα τής Υπάτης σκόρπισε αμέσως καί πλέον ολόκληρος ο εχθρικός στρατός στράφηκε πρός τόν Ανδρούτσο, ο οποίος κατέλαβε καί τό γειτονικό λιμάνι τής Αγίας Μαρίνας. Εκεί σκότωσε τόν αρχηγό τών Τούρκων Μουσταφάμπεη.

Ο Ανδρούτσος μέ τρείς χιλιάδες άνδρες οργάνωσε τήν άμυνά του στήν Αγία Μαρίνα. Άν καί περικυκλωμένος από 18.000 Οθωμανούς κατάφερε νά αντέξει τίς λυσσώδεις επιθέσεις γιά είκοσι ολόκληρες ημέρες. Ο Άρειος Πάγος όμως τού Νέγρη καί τού Κωλέττη είχε φροντίσει νά μήν έρθουν οι ενισχύσεις πού ματαίως περίμενε ο Ανδρούτσος από στεριά καί θάλασσα, αλλά ούτε καί τροφές καί πολεμοφόδια. Η αγωνία του φαίνεται στό παρακάτω γράμμα:
«Σεβαστέ Άρειε Πάγε

Τήν ίδιαν ώραν νά προφθάσετε ψωμία ή αλεύρι πολύ καί σφαχτά δύο τρείς χιλιάδες καί τζιπχανέν. Καί πέρα είναι φωτιές. Νά στείλετε, άν είν' ασκέρι. Νά τό στείλετε. Τί κάθεστε; Ή κάμετε κουμάντο ή τό ασκέρι έχει απόφασιν νά ριχτή εις εσάς. Έχω τόσες ημέρες οπού σάς γράφω τόσα γράμματα καί τίποτε δέν κάμετε.

Μήν κάθεστε καί μάς δίνετε ευχές, ότι πέρνομεν τόν κόσμον εις τόν λαιμόν μας. Αυτού στέλνω καί τόν Λάππαν καί σάς λέγει στοματικώς. Γράψετε καί τών πέρα καπεταναίων τί κάμνουν. Οι Τούρκοι επλάκωσαν όλοι εδώ καί εκείθεν είναι άδειος ο τόπος. Κονταχτσίδες καί γιατρούς όθεν είναι νά τούς μάσετε. Ότι τό στράτευμα είναι χωρίς κονταχτσίδες καί εχάλασαν τά τουφέκια τους. Τόν Κουρτάλη (γιατρός) νά φέρετε. Δέν ημπορώ πλέον άλλα νά σάς γράψω.

Τά καράβια τά τρικκεριώτικα καί λιμνιώτικα όλο πορδές είναι. Επροχθές ευθύς οπού ακούσαν τά κανόνια ευθύς ετράβηξαν έξω. Διά τούτο αμέσως νά στείλετε νά μάς έλθη τό καράβι τού καπετάν Αλέξανδρου Κριεζή.

1822 Απριλίου 4, Αγιαμαρίνα

Οδυσσέος Ανδρούτζου, Νικήτας Σταματελόπουλος»
Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι του 1821


Ο "Σεβαστός" Άρειος Πάγος (επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, Άνθιμος Γαζής, Ιωάννης Ειρηναίος, Παναγιώτης Κουσλής, Γρηγόριος Κωνσταντάς) βρισκόταν στήν ασφάλεια τού πλοίου τού Βισβίζη στά ανοιχτά τής Αγίας Μαρίνας καί όπως μάς διασώζει ο γραμματικός τού Ανδρούτσου Αντώνιος Γεωργαντάς, ο Άρειος Πάγος σχεδίαζε όχι νά βοηθήσει τόν Ανδρούτσο στίς πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά νά τόν δολοφονήσει. Είχαν σκεφθεί νά καλέσουν τόν Οδυσσέα στό πλοίο καί είχαν προτείνει στούς Γεώργιο Ζορμπά καί πλοίαρχο Βισβίζη, νά τόν δολοφονήσουν ενώ θά ανέβαινε στήν σκάλα τού πλοίου. Ευτυχώς οι δύο άνδρες αρνήθηκαν.

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης στό βιβλίο του, αναφέρει καί αυτός τά δολοφονικά σχέδια τού Αρείου Πάγου πού είχαν στόχο τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο:
«Ο Άρειος Πάγος έστειλε άνθρωπον πρός τόν Νικηταράν καί τόν επρόβαλε νά φονεύση τόν Οδυσσέα επί υποσχέσει νά τόν καταστήση αρχηγόν τής Ανατολικής Ελλάδος. Δέν εγνώριζον οι αρεοπαγίται τήν αρετήν τού Νικηταρά! Τοιαύτα μαθήματα εδιδάχθησαν οι ολιγαρχικοί εις τό σχολείον τού δεσποτισμού, έχοντες ήδη συμβούλους καί τούς μαθητάς τού Μακιαβέλη καί τούς αυλικούς τού Αλήπασιά. Οποία εγκλήματα δέν θά επιχειρήσωσιν υπέρ τών σχεδίων των;»


Ο Σπηλιάδης επίσης προσθέτει ότι όταν η βάρκα τού Ανδρούτσου πλησίαζε στό καράβι τού Βισβίζη, κάποιος από τούς γερουσιαστές φώναξε: "Πνίξτε τον, πνίξτε τον!".
«Εβήκαν εις τήν Στυλίδα κι' Αγιαμαρίνα τήν διορισμένη 'μέρα τά 'βραν πιασμένα από τούς Τούρκους καί τά δυο μέρη τούς πολέμησαν γενναίως, άλλους κάψαν εις τά σπίτια, άλλους κυργέψαν, άλλους σκοτώσαν καί πήραν καί τίς δύο θέσες οι Έλληνες. Οι άλλοι οπού πήγαν εις Πατρατζίκι (Υπάτη) δέν βάρεσαν ντουφέκι τό Μεγάλο Σαββάτο, οπού βάρεσαν οι άλλοι εις Αγιαμαρίνα κι' αλλού. Τότε η Τουρκιά έπεσε, όλη η δύναμη, απάνου τους μέ καβαλλαρία, μέ πεζούρα, μέ κανόνια μέ πρώτη ορμή τών Τούρκων, καί τούς πήγαν μέσα εις τά ταμπούρια τους τούς Έλληνες κ' έφκειασαν χαρακώματα οι Τούρκοι, ότ' ήταν πολλή δύναμη καί μέ τ' αναγκαία τους, καί οι δικοί μας δέν είχαν ούτε ψωμί.

Αφού είδε ο Δυσσέας όλη αυτείνη τήν δύναμη απάνου τους, τούς έστειλε άνθρωπο εις τό Πατρατζίκι καί τούς περικάλεσε νά βαρέσουνε κατά τήν συνφωνίαν τους κ' έτζι νά μεραστή η δύναμη τών Τούρκων. Τρόμαξαν λοιπόν νά βαρέσουνε, χωρίς όρεξη, τήν Τρίτη τής Λαμπρής. Αφού όμως είδαν οι Τούρκοι αυτείνη τήν αδιαφορία εκείνων στό Πατρατζίκι καί τήν διχόνοιαν, λίγη προσοχή είχαν εκεί κι' ο πόλεμος πεισματώδης, νύχτα καί ημέρα πολεμούσαν εις Αγιαμαρίνα κι' αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τόν σκοτωμόν τού ντουφεκιού καί γρανάτων καί καταπληγώθηκαν καί γιατρόν δέν είχαν καί ταίνιασαν από τήν πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κ' έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα.

Είχαν τόν Άργειον Πάγον νά τούς προμηθεύη τ' αναγκαία τού πολέμου κι' αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τά καράβια κ' έτρωγαν κ' έπιναν, κ' εκείνους οπού κιντύνευαν διά τήν πατρίδα τούς προμήθευαν διχόνοιαν καί διαίρεσιν αναμεταξύ τους. Αφού τ' ασκέρια είδανε οπού λαβώνονταν οι άνθρωποι καί πέθαιναν αδίκως, καί νηστικοί καί διψασμένοι, αγανάχτησαν αναντίον τών αρχηγών τους, οπού τούς πήγαν εις τό μακελλειό χωρίς καμμίαν ετοιμασίαν, καί τούς βιάσανε είτε νά τούς πάνε φελούκες νά μπαρκαριστούν, είτε νά φύγουν μέ γερούσι τής στεργιάς. Παραγγέλνει αυτό ο Δυσσέος τ' Αργειοπάγου, δέν τού αποκρίνονται τίποτας, αλλά φώναξε τούς καραβοκυραίους ο Άργειος Πάγος καί τούς λέγει νά μήν πλησιάση κανένας μέ φελούκα εις τ' ορδί καί ας χαθούνε όλοι.

Τότε οι Αργειοπαγίτες έστειλαν τούς καραβοκυραίους καί τόν αρχηγό τής φρουράς τους καί τού είπαν τού Δυσσέου νά τόν πάνε εις τό καράβι, πώς έχουν νά μιλήσουνε, καί μ' απιστιά νά τόν σκοτώσουνε. Κι' αυτείνοι ως πατριώτες (Βιζβίζης, Ζορμπάς) δέν θέλησαν νά γένη αυτό, ότι κιντύνευε η πατρίς τότε είχε ανάγκη από καν τιποτένιους ανθρώπους κι' όχι από τόν Δυσσέα οπού 'τρεμε η Τουρκιά οπού 'λεγαν πώς είχε εξήντα χιλιάδες στράτεμα καί είχε φτερά εις τά ποδάρια.»
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη


Οδυσσέας Ανδρούτσος Τελικώς ο Ανδρούτσος επιβίβασε τά παλληκάρια του σέ πλοία καί αποχώρησε από τήν Αγία Μαρίνα καί φυσικά ο Άρειος Πάγος τόν κατηγόρησε αργότερα γιά ανυπακοή, αφαιρώντας τήν αρχιστρατηγία τήν οποία έψαχνε νά τήν δώσει σέ οποιονδήποτε άλλον εκτός από τόν Ανδρούτσο. Ο Βισβίζης πού αρνήθηκε νά εκτελέσει τήν δολοφονική διαταγή τού "Σεβαστού" Αρείου Πάγου, βρέθηκε λίγο αργότερα δολοφονημένος καί τό πλοίο του κατασχέθηκε γιά νά χρησιμοποιηθή σάν πυρπολικό. Στήν οικογένειά του, η πολιτική ηγεσία τής εποχής δέν έδωσε ούτε ένα γρόσι αποζημίωση. Εν τώ μεταξύ ο Δράμαλης ετοίμαζε τόν τεράστιο στρατό του.

Ο Νέγρης καί ο Κωλέττης επίτηδες κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Υψηλάντης διεκδικούσε τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Στερεάς καί ότι επίδοξοι δολοφόνοι σκόπευαν νά σκοτώσουν τόν Ανδρούτσο, ο οποίος άρχισε νά αισθάνεται έχθρα καί καχυποψία πρός οιονδήποτε. Ακόμη καί ο Μάρκος Μπότσαρης, πρός τόν οποίον διάκειτω ευνοϊκά ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος, είχε προειδοποιήσει τόν Ανδρούτσο νά φυλάσσεται γιά τυχόν απόπειρες δολοφονίας του.

Τελικά ο Ιωάννης Κωλέττης καί ο Θεόδωρος Νέγρης βρήκαν τήν λύση καί ανέθεσαν τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Ρούμελης σέ δύο ασήμαντους Έλληνες: στόν Χρήστο Παλάσκα (ο οποίος μέχρι πρότεινος υπηρετούσε τόν Ομέρ Βρυώνη) καί στόν Αλέξιο Νούτσο (ο οποίος είχε επί μακρόν υπηρετήσει στήν Αυλή τού Αλή τών Ιωαννίνων). Αφού τούς έδωσαν καί οδηγίες νά δολοφονήσουν τόν Ανδρούτσο στήν πρώτη ευκαιρία, τούς έστειλαν στήν Ρούμελη. Ο Κωλέττης είχε ερωμένη τή γυναίκα τού Παλάσκα καί σέ περίπτωση πού αυτός χανόταν, αυτή θά γινόταν δικιά του, όπως καί έγινε τελικά. Ο Ανδρούτσος βρήκε γράμματα πού επιβεβαίωναν τίς υποψίες του στά ρούχα τού Γιάννη Λάππα. Τόν Λάππα δέν τόν πείραξε καί αυτός τού έμεινε πιστός μέχρι τό τέλος.
«Συστηθέντος τού Εκτελεστικού καί μεταβάντος εις Κόρινθον, παρηκολούθησαν τούτο ο τε Νούτσος καί ο Παλάσκας. Εκεί φαίνεται οι μή υποφέροντες τόν Οδυσσέα, έκαμαν τόν Νούτσον καί Παλάσκαν, νά μεταβληθούν από φίλοι εχθροί του καί ούτοι ξεχάσαντες τάς υποσχέσεις των, ο μέν Νούτσος διωρίσθη παρά τής Κυβερνήσεως πολιτικός αρχηγός κατά τήν Ανατολικήν Ελλάδα, ο δέ Παλάσκας αρχηγός τών όπλων τής επαρχίας Λεβαδείας.

Οι δύο ούτοι ομού φθάσαντες διά θαλάσσης εις Αντίκυρα (Δίστομον) όπου έδρευεν η κεντρική επαρχιακή Αρχή, έχουσα καί εκτελεστική δύναμιν παρά τού Οδυσσέως πρός εκπλήρωσιν τού καθήκοντός της, απέβαλλον τήν φρουράν ταύτην τού Οδυσσέως καί διώρισαν εδικήν των.

Τούτο ειδοποιηθείς ο Οδυσσεύς, όστις ήτο στρατοπεδευμένος εις τήν θέσιν Δρακοσπηλιά, αφήσας εκεί τό στράτευμά του, παρέλαβε μόνον 60 στρατιώτας καί μετέβη εις Δαδί, εκείθεν δέ μετέβη εις Δίστομον διά νά πληροφορηθή τούς σκοπούς αυτών, διότι άλλοι τόν είχον πληροφορήσει πολλά κατ' αυτών.

Ο Παλάσκας καί Νούτσος μαθόντες τήν έλευσιν τού Οδυσσέως, εξαπέστειλον τόν Γιάννην Λάπα καί προσεκάλεσαν δι' αυτού τόν Οδυσσέα νά υπάγη εις αυτούς, αλλ' ο Οδυσσεύς, ερωτήσας τούς αξιωματικούς τούς οποίους είχε μαζί του, απετράπη. Τότε αυτοί τού εμήνυσαν διά τού ιδίου Λάπα, ότι διά νά μήν δυσαρεστηθή, αυτοί έχουν νά τραβήσουν διά τό Μεσολόγγιον...

Ο Οδυσσεύς εξυπνήσας τό λυκαυγές, επαρατήρησε μέ τό κανοκιάλι του καί είδεν αναπεπταμένας σημαίας πρός τήν οδόν τής Δρακοσπηλιάς. Ανεγνώρισε λοιπόν ότι τόν ηπάτησαν καί επίστευσεν όσα κατ' αυτών ελέγοντο (ότι είχαν σταλεί από τόν Κωλέττη γιά νά τόν δολοφονήσουν). Ήτο έξω φρενών. Αμέσως δέ εκίνησε κατόπιν αυτών, στείλας έναν ταχύπουν στρατιώτην εις τό στράτευμα τής Δρακοσπηλιάς νά εξέλθη εις μίαν θέσιν, εις τήν είσοδον αυτής καί νά περιμένη. Άμα δέ όπισθεν αυτών τούς πυροβολήσει ο Οδυσσεύς τότε νά τούς κτυπήση έμπροσθεν καί ο στρατός του.

Συλληφθέντες δέ άπαντες μηδενός εξαιρουμένου, αφού εις ένα εκκλησίδιον κατέφυγον ο Νούτσος, ο Παλάσκας καί ο Λάπας μετ' ολίγων οπλοφόρων ως μή δυναθέντες νά αντισταθούν, παρεδόθησαν. Οργισμένος δέ ο στρατός τότε, τούς εφόνευσεν...»
Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι του 1821


Η δολοφονία τού Αλεξίου Νούτσου καί τού Χρήστου Παλάσκα στήν Δρακοσπηλιά αποτελούν μελανές σελίδες τής ιστορίας τής ελληνικής επανάστασης. Ο Ανδρούτσος, από κοινού μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς, θά έπρεπε νά αποδείξει τά σχέδια τών πολιτικών γιά τήν δολοφονία του καί νά συλλάβει όλους τούς πρωταίτιους καί κυρίως τόν Κωλέττη καί τόν Νέγρη. Δέν έπρεπε νά σκοτώσει τά όργανα τών ηθικών αυτουργών. Έπρεπε νά συλλάβει εκείνους πού έδιναν τίς διαταγές καί έβαζαν τίς σφραγίδες.

Ο Ανδρούτσος επικηρύχθηκε μέ τό ποσό τών 5.000 γροσίων καί ο επίσκοπος Ανδρούσης, ως υπουργός τής Θρησκείας, τόν αφόρισε. Ο Άρειος Πάγος θεώρησε συνωμότη καί τόν Δημήτριο Υψηλάντη καί τού ζήτησε νά απομακρυνθεί από τήν Ανατολική Ελλάδα μαζί μέ τόν Νικηταρά. Αυτές ήταν οι ενέργειες τών πολιτικών τήν στιγμή πού τά φουσάτα τού Δράμαλη κατέβαιναν στό νότο.
 

http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis17.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου