Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Μια προσέγγιση της στρατιωτικής ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας μέσα από το πρίσμα της οικονομίας της εποχής – δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία την άνοιξη του 2009
 
Όταν ο Ηράκλειτος διαπίστωνε ότι «πόλεμος πατήρ πάντων εστί», δεν εξέφραζε μία άποψη περιθωριακή ή ακραία. Μάλλον διατύπωνε αυτό που για τους περισσότερους Έλληνες ήταν δεδομένο: ο πόλεμος ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους και η μάχη αναπόδραστη μοίρα της ζωής του μέσου πολίτη. Με δεδομένη αυτήν την αδιάρρηκτη σχέση της αρχαίας κοινωνίας και του πολέμου, φυσική συνέχεια θα ήταν μια διερεύνηση της σχέσης του πολέμου με την οικονομία των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών.
Η βασική παραδοχή ότι ο πόλεμος είναι τόσο αρχαίος όσο και οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Σοβαρός αντίλογος δεν μπορεί να υπάρξει, παρά τις προσπάθειες κάποιων μελετητών να παρουσιάσουν ως απόλυτα «ειρηνικές κοινωνίες» αυτές των τροφοσυλλεκτών ή και αγροτών στην αυγή της ανθρώπινης προϊστορίας. Ακόμη και σε αυτές τις κοινωνίες υπάρχει η βασική προϋπόθεση του πολέμου, δηλαδή η ανεπάρκεια πόρων και η άνιση κατανομή αυτών. Φυσικά η κλίμακα και η ένταση της βίας (που έχει σχέση και με τις ανοχές της εκάστοτε κοινωνίας) διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή, ωστόσο η βασική αρχή δεν αμφισβητείται: από τη στιγμή που επήλθε κοινωνική οργάνωση και ακολούθως κοινωνική διαστρωμάτωση, ο πόλεμος αποτελεί έναν διαρκή σύντροφο της ανθρωπότητας.
Στην αρχαία Ελλάδα ο πόλεμος αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας και είχε τις ρίζες του στην ίδια την οργάνωση των πόλεων-κρατών. Τα ιδιότυπα στοιχεία αυτού του πολέμου, όπως λ.χ. το ότι το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας της πόλης είχε ανάμιξη στην πολεμική προσπάθεια, διαφοροποιούσαν το «μοντέλο» πολέμου της προκλασσικής και κλασσικής Ελλάδας, από παλιότερες εποχές, όπως ήταν η μυκηναϊκή και οι «σκοτεινοί αιώνες». Σε αυτές τις παλιότερες εποχές, ο πόλεμος ήταν κατά βάση υπόθεση των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των πολεμικών ελίτ της κάθε κοινωνίας.
Η πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών και όχι μόνο εκείνων που ακολουθούν υλιστικά μοντέλα ερμηνείας της ιστορίας, αναγνωρίζουν ότι γενεσιουργός αιτία του πολέμου είναι η οικονομία. Για την ακρίβεια, καθώς μιλάμε για κοινωνίες της προκλασσικής Ελλάδας, οι οικονομικές ανάγκες που οδηγούσαν στον πόλεμο (ο οποίος μπορεί να οριστεί ως η ένοπλη αντιπαράθεση μίας κοινότητας με μία άλλη) ήταν κυρίως η κατοχή γης, η διαρπαγή μέσων παραγωγής και αγαθών και η εξουδετέρωση πιθανών εμπορικών ανταγωνιστών. Στην περίοδο που ακολούθησε τη μυκηναϊκή εποχή, όταν η οικονομία του ελληνικού χώρου απλοποιήθηκε σημαντικά (αφού εξέλιπαν οι οργανωμένες κρατικές οντότητες του μυκηναϊκού κόσμου) τα κίνητρα μπορεί να ήταν ιδιαζόντως «ταπεινά»: το κυρίαρχο στην ελληνική μυθολογία μοτίβο της αρπαγής βοδιών, μπορεί να θυμίζει τη ζωοκλοπή – που άλλωστε που μέχρι και πρόσφατα αποτελούσε «εθιμική» πρακτική σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας,. Ωστόσο στη γεωμετρική εποχή θα πρέπει να ήταν μία από τις κυριότερες αιτίες πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των κοινοτήτων που αργότερα εξελίχθηκαν στις πόλεις-κράτη. Μια συνέχεια αυτής της πρακτικής διαρπαγής, ήταν στους κατοπινούς αιώνες (αλλά και σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία) η πειρατεία.
Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή, όταν οι κοινότητες άρχισαν να μεγαλώνουν, να οργανώνονται καλύτερα και να διεκδικούν για μία ακόμη φορά μια καλύτερη μοίρα, ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν συνεχείς προστριβές μεταξύ τους. Αιτία ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανεπάρκεια των πόρων και η ίδια η φύση των ελληνικών πόλεων-κρατών. Όπως διαπιστώνει και ο Γ. Σταϊνχάουερ στο «Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα», οι αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη «ήταν μικρές αγροτικές και κτηνοτροφικές ενότητες, χωρίς αυτάρκεια και τόσο στριμωγμένες στα στενά τους σύνορα, ώστε να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς προστριβές μεταξύ των».
Αυτό είναι απόλυτα ακριβές, αν σκεφτούμε την έκταση των μικροσκοπικών κρατικών οντοτήτων και τα πληθυσμιακά μεγέθη τους. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κρατική οντότητα ήταν η Σπάρτη, που είχε έκταση μόλις 5.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μαζί με την κατεχόμενη Μεσσηνία. Παρομοίως, η πληθυσμιακά μεγαλύτερη ελληνική πόλη, η Αθήνα, στην ακμή της είχε περίπου 40 έως 50.000 πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο συνολικός πληθυσμός της Αττικής (μαζί με τις γυναίκες, τους δούλους, τους μέτοικους και άλλες κατηγορίες κατοίκων χωρίς δικαιώματα) ήταν περίπου πέντε ή έξη φορές αυτός ο αριθμός.  Οι άλλες ελληνικές μητροπόλεις έχουν πολύ μικρότερο αριθμό πολιτών. Συρακούσες και Άργος ουδέποτε ξεπέρασαν τις 25.000 πολιτών, Κόρινθος, Κέρκυρα, Θήβα, Κρότων και άλλες μεγάλες πόλεις έφθαναν μετά βίας τις 11-12.000 στην καλύτερη εποχή τους. Η Σπάρτη ουδέποτε είχε πάνω από 6.000 πολίτες και στην πραγματικότητα ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα είχε λιγότερους από 3.000, αλλά αυτή είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Οπότε αυτές οι μικρές και επί της ουσίας αδύναμες κοινότητες, για να κατορθώσουν να επιβιώσουν και να επεκταθούν σε ένα περιβάλλον δύσκολο και μια γη που δεν ήταν ιδιαιτέρως πλούσια, είχαν απόλυτη ανάγκη από το να επωφελούνται των πόρων των γειτόνων τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος αποτελούσε την πλέον πρόσφορη μέθοδο ώστε μία κοινότητα (πόλη) να εξασφαλίσει την επιβίωση και μεγέθυνσή της. Είτε αποκτώντας εδάφη που ανήκαν σε μια γειτονική κοινότητα (εκατοντάδες οι πόλεμοι που διεξήχθησαν, ιδιαίτερα στην αρχαϊκή εποχή, για διαφιλονικούμενα εδάφη) είτε αποκομίζοντας κινητά αγαθά (κτηνοτροφικό κεφάλαιο, διάφορα πολεμικά λάφυρα, δούλους ή οτιδήποτε άλλο) είτε για να θέσει υπό τον έλεγχό της την αντίπαλο πόλη. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι αντίπαλες κοινότητες υποδουλώνονταν (όπως λ.χ. έγινε στη Μεσσηνία, όταν κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες) όμως συνήθως η ήττα δεν σήμαινε και αφανισμό, απλώς περιορισμό των φιλοδοξιών της ηττημένης πόλης, απώλεια κάποιου εύφορου κάμπου και αποδοχή μειωτικών όρων που επέβαλλε η νικήτρια δύναμη.
Με την εξέλιξη των πόλεων και της οργάνωσής τους, οι αιτίες πολέμου έγιναν πιο περίπλοκες. Η αρπαγή γης περιορίστηκε και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις μαθαίνουμε για κατάκτηση μιας περιοχής και εγκατάστασης εποίκων. Η αρπαγή αγαθών βεβαίως δεν σταμάτησε, ιδιαίτερα μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων ελληνικών πόλεων.
ΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι πολίτες-στρατιώτες επωμίζονταν ένα σημαντικό μέρος του κόστους του πολέμου. Το κύριο και βασικό έξοδο στο οποίο υποβαλλόταν κάθε πολεμιστής (με την εξαίρεση των κωπηλατών του αθηναϊκού στόλου και ενδεχομένως και κάποιων μόνιμων μισθοφορικών σωμάτων) ήταν η προμήθεια της πανοπλίας και των όπλων του.
Άλλωστε, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του πολίτη, ήταν και η θέση που θα λάμβανε στο στράτευμα της πόλης του. Αν είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί την οπλιτική πανοπλία – αρκετά ακριβή, με τα μέτρα της εποχής, αλλά όχι τόσο ώστε να αποτελεί προνόμιο των πλουσίων – τότε η θέση του ήταν στην φάλαγγα των οπλιτών. Ένας περισσότερο εύπορος πολίτης, ιδιαίτερα κτηματίας (καθώς αυτοί συχνά ήταν και εκτροφείς αλόγων) θα συμμετείχε στο στράτευμα ως ιππέας. Ένας φτωχός πολίτης, που δεν είχε τη δυνατότητα προμήθειας παρά των στοιχειωδών, μερικών ακοντίων και μιας ασπίδας, είδη που συχνά χρησιμοποιούνταν και στο κυνήγι, θα υπηρετούσε ως ψιλός. Σε ορισμένες πόλεις οι πτωχότεροι όλων, όχι μόνο δεν συνεισέφεραν οικονομικά στην πολεμική προσπάθεια, αλλά αντίθετα πληρώνονταν για τη συμμετοχή τους (λ.χ. ως κωπηλάτες στις τριήρεις, όπως συνέβαινε στην Αθήνα).
Καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο της συμμετοχής του πολίτη στην πολεμική προσπάθεια της πόλης του , ήταν η οικονομική του επιφάνεια. Και ανάλογη με την οικονομική δυνατότητα, ήταν και η συμμετοχή του στις δαπάνες του πολέμου. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των δαπανών που δεν αφορούσαν στον ατομικό οπλισμό του κάθε πολίτη, το επωμιζόταν η πολιτεία. Ακόμη και όσον αφορά στον ατομικό οπλισμό, σε ορισμένες πόλεις και περιστάσεις το κόστος φαίνεται ότι καλυπτόταν από την πόλη. Τέτοια είναι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η περίπτωση της Σπάρτης.
Η εικόνα που έχουμε για το συνολικό κόστος του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα είναι σήμερα συγκεχυμένη, παρά τα αρκετά σχετικά ψηφίσματα που έχουν επιβιώσει έως τις μέρες μας. Η πλειονότητα αυτών των ψηφισμάτων προέρχονται βέβαια από την Αθήνα, την οποία αναγκαστικά θα πρέπει να θεωρήσουμε ως τυπικό παράδειγμα στους υπολογισμούς που θα κάνουμε.  Στην πραγματικότητα και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μία συγκεχυμένη εικόνα των δαπανών του πολέμου.
Η πολιτεία για να εξασφαλίσει τα χρήματα που απαιτούνται για την πολεμική προσπάθεια, είχε στη διάθεσή της διάφορους τρόπους εξεύρεσης πόρων. Συνήθως, οι δαπάνες καλύπτονταν από την τακτική και έκτακτη φορολογία, από ειδικές εισφορές αλλά και από άλλες πηγές, περισσότερο ή λιγότερο προφανείς. Σε εκστρατεία, αναμενόταν από τους στρατηγούς να βρουν τρόπους για να καλύψουν τις δαπάνες του στρατεύματος, συμπεριλαμβανόμενων των εξόδων σίτισης, των μισθών και όποιας άλλης δαπάνης ανέκυπτε. Ο Δήμος σπάνια ενέκρινε επαρκή ποσά για τις επιχειρήσεις, κάτι που οδηγούσε σε πλείστες όσες παρενέργειες Σύνηθες ήταν το φαινόμενο οι στρατηγοί να οδηγούν το στρατό σε λαφυραγωγία, να απειλούν ουδέτερες πόλεις με επίθεση, ή να μετέρχονται ωμών εκβιασμών και άλλων ανορθόδοξων μεθόδων, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα χρήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις βρίσκουμε τους κωπηλάτες του αθηναϊκού στόλου να …εργάζονται για να καλύψουν τις δαπάνες τους, όπως συνέβη στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης είναι ισχυροί ηγεμόνες, Έλληνες ή συνηθέστερα βάρβαροι, που καλύπτουν τα έξοδα ενός στρατεύματος ή αποτελούν χορηγούς της δημιουργίας του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης, όπου η χορηγία ενός «βαρβάρου» είναι καθοριστική για τη δημιουργία ενός στρατεύματος, είναι η ανάπτυξη του σπαρτιατικού στόλου από το Λύσσανδρο στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου, με την χορηγία του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη.
Σε παρόμοιες περιστάσεις συναπτόταν συμβόλαια με συγκεκριμένους όρους και υποχρεώσεις για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη. Και από αυτήν την άποψη, η βοήθεια που προσέφερε ο Τισσαφέρνης προς την Σπάρτη, είναι χαρακτηριστική αυτής της πρακτικής. Ωστόσο οι Σπαρτιάτες παρέβησαν τη συμφωνία, η οποία προέβλεπε (΄ή τουλάχιστον αυτό είχαν πιστεψει οι Πέρσες) την απόδοση των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας στα χέρια του Τισσαφέρνη. Συχνά σε παρόμοιους διακανονισμούς, τυχόν παραπέρα διαπραγματεύσεις επί των αρχικών όρων του συμβολαίου, ήταν δυνατό να αποφέρουν ακόμη περισσότερα έσοδα. Στην περίπτωση του Λύσανδρου, οι συνομιλίες του με τον Κύρο, του έδωσαν τη δυνατότητα να αποκομίσει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ότι είχε συμφωνηθεί αρχικά και να καταστήσει έτσι την σπαρτιατική θαλάσσια δύναμη ικανή να κατατροπώσει την αντίστοιχη αθηναϊκή.
Με δεδομένο ότι η οργάνωση των ελληνικών πόλεων κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου, αφορούσε σε συμμαχίες και «κοινά» (συνομοσπονδίες) αξίζει να δούμε το οικονομικό μέρος μερικών τέτοιων συμμαχιών, ξεκινώντας από το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα του είδους, την Αθηναϊκή Συμμαχία.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Η ανάπτυξη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που ήταν η βασική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου, είναι μια περίπτωση όπου φαίνεται ανάγλυφα η νέα οικονομική πραγματικότητα του πολέμου της κλασσικής εποχής. Η ίδια η Συμμαχία έφερε στους Αθηναίους τα οφέλη που θα προσπορίζονταν με ολόκληρη σειρά πολέμων, αφού οικειοποιήθηκαν μεγάλο μέρος του πλεονάσματος της παραγωγής των υπόλοιπων πόλεων που μετείχαν σε αυτήν. Η υπέρμετρη αύξηση της δύναμης των Αθηνών συνέπεια αυτής της διευθέτησης, προκάλεσε την αντίδραση της Σπάρτης, η οποία αισθανόταν να απειλείται η ίδια η ύπαρξή της. Αναλυτικότερα θα δούμε τα οικονομικά μεγέθη της συμμαχίας στην συνέχεια.
Ουσιαστικά, η Αθήνα εξελίχτηκε σε πραγματική υπερδύναμη, κυρίως εκμεταλλευόμενη τα έσοδα από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία.
Όπως καθορίστηκε μετά τα Μηδικά, η Αθήνα αναλάμβανε να δημιουργήσει ένα δίκτυο προστασίας για τις ελληνικές πόλεις, με τη δημιουργία ενός ‘Συνεδρίου’. Βάσει της συμφωνίας οι πόλεις που θα μετείχαν σε αυτήν θα συνεισέφεραν είτε σε είδος (έναν αριθμό τριήρεων) είτε σε χρήμα. Εισφορά σε είδος επιβλήθηκε ουσιαστικά σε ελάχιστες από τις πόλεις που μετείχαν: στις πόλεις της Μυτιλήνης, στην Χίο και στην Σάμο και σε λίγες ακόμη. Οι υπόλοιπες, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμάχων, θα συνεισέφεραν στο κοινό ταμείο, που είχε την έδρα του στην Δήλο, ένα χρηματικό ποσό. Ο αριθμός των συμμαχικών πόλεων ήταν εξαιρετικά μεγάλος: στους Καταλόγους Αθηναϊκού Φόρου του 453 π.Χ. καταγράφονται ούτε λίγο ούτε πολύ 248 μέλη της Συμμαχίας! Οι περισσότερες πόλεις, που ήταν αρκετά μικρές, δεν πλήρωναν πάνω από ένα τάλαντο ετησίως. Όμως ακόμη και αυτή η επιβάρυνση για κάποιες εξ αυτών ήταν δυσβάστακτη. Ακόμη πιο δυσάρεστη για τους συμμάχους ήταν η τάση της Αθήνας να συμπεριφέρεται ως ηγεμών τους και όχι ως σύμμαχος. Εξαρχής η Αθήνα είχε ηγεμονικό ρόλο και πράγματι, η Δηλιακή Συμμαχία ήταν το αντίβαρο στην ισχυρότατη Πελοποννησιακή Συμμαχία, όπου κυριαρχούσαν οι Σπαρτιάτες.
Τα τελευταία προσχήματα καταρρίφθηκαν το 454, όταν οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας στην Αθήνα, αποκτώντας έτσι τον απόλυτο έλεγχό του. Στο εξής, οι εισφορές θα ήταν προς την Αθήνα και θα χρησιμοποιούνταν από τους Αθηναίους κατά το δοκούν: όχι μόνο για να συνεχίσουν να συντηρούν τον πανίσχυρό στόλο τους, που θεωρητικά ήταν η εγγύηση προς τους συμμάχους τους, αλλά και για να κοσμήσουν την πόλη με μνημεία εξαιρετικού κάλλους και δυσθεώρητου κόστους.
Μετά τη μεταφορά του ταμείου από την Δήλο στην Αθήνα, οι Αθηναίοι θα εκτιμούν βάσει δικών τους κριτηρίων το ύψος της εισφοράς που θα πρέπει να καταβάλλει κάθε σύμμαχος. Ο υπολογισμός της εισφοράς γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, τη χρονιά των Μεγάλων Παναθηναίων. Στην τετραετία που ακολουθεί, κάθε χρόνο, η Βουλή καταγράφει τις εισφορές και παραδίδει στην Εκκλησία του Δήμου τον κατάλογο των πόλεων που ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους αλλά και εκείνων που δεν έχουν εξοφλήσει την οφειλή τους. Όταν η Δηλιακή Συμμαχία μετατράπηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, οι Αθηναίοι δεν δίσταζαν με ένοπλες επεμβάσεις να «πείθουν» τους «συμμάχους» τους να καταβάλλουν τα οφειλόμενα.
Ιδιαίτερη πρόνοια λάμβαναν οι Αθηναίοι ώστε να μην παρατηρούνται φαινόμενα κατάχρησης του φόρου. Λ.χ. διαβάζουμε στο διάταγμα του Κλεινία από το 448 π.Χ. ότι είχε προβλεφθεί η δημιουργία ειδικών σφραγίδων και συμβόλων για χρήση μόνο στην διαδικασία της είσπραξης του συμμαχικού φόρου. Η διαδικασία ήταν αυτή: η πόλη που έστελνε το φόρο, έγραφε σε πινακίδα το ποσό που κατέβαλλε και αφού τη σφράγιζε με το ειδικό σύμβολο που είχε οριστεί για αυτήν την πόλη,  την απέστειλε μαζί με το φόρο στην Αθήνα. Οι εισπράκτορες μαζί με τον φόρο που κατέθεταν στο κοινό ταμείο, προσκόμιζαν και την πινακίδα. Αν υπήρχε διαφορά μεταξύ του ποσού που κατέθεταν και αυτού που αναγραφόταν στην πινακίδα, οι εισπράκτορες ήταν υπόλογοι για την απώλεια.
Η διαδικασία της είσπραξης ολοκληρωνόταν κάθε χρόνο πριν τα Διονύσια και στη συνέχεια οι πρυτάνεις συγκαλούσαν συνέλευση όπου οι υπεύθυνοι για την διαχείριση του συμμαχικού φόρου, οι ελληνοταμίες, παρουσίαζαν στους συμπολίτες τους τον κατάλογο των πόλεων που υπήρξαν συνεπείς στην καταβολή της εισφοράς αλλά και εκείνων που συνεχίζουν να την καθυστερούν. Το τυπικό της διαδικασίας επέβαλλε η Αθήνα να στείλει σε κάθε πόλη που πλήρωσε την εισφορά της μια αντιπροσωπεία εκ τεσσάρων πολιτών, οι οποίοι βεβαίωναν την είσπραξη του φόρου. Η ίδια αντιπροσωπεία μετέβαινε και σε εκείνες τις πόλεις που κωλυσιεργούσαν και δεν εξοφλούσαν τα συμμαχικά, για να ζητήσουν τα οφειλόμενα.
Ποια ήταν όμως τα ποσά που εισέπραττε η Αθήνα από τους συμμάχους; Από τα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι το ποσό δεν ήταν σταθερό αλλά παρουσίαζα μεγάλες διακυμάνσεις, ακόμη και από έτος σε έτος.
Η πρώτη σχετική αναφορά χρονολογείται από το 477 π.Χ. και μιλά για 460 τάλαντα ετησίως. Για τη συνέχεια τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα, αφού λ.χ. για τη διετία 454-3 π.Χ., οι εκτιμήσεις ξεκινούν από τα 260 τάλαντα και φθάνουν στα 406. Λίγα χρόνια αργότερα, το 441 π.Χ., οι υποχρεώσεις των συμμάχων φθάνουν τα 407 τάλαντα, ενώ το 431 π.Χ. το ποσό έχει αυξηθεί στα περίπου 600 τάλαντα. Είναι η εποχή που ο Περικλής, καθώς παροτρύνει τους συμπατριώτες του ενόψει του πολέμου με την Σπάρτη, αναφέρει κατ’ επανάληψη τις οικονομικές δυνατότητες της Αθήνας και υπογραμμίζει ότι η πόλη έχει ετησίως εισφορές 600 τάλαντα από τους συμμάχους της. Ακόμη αναφέρει ότι στην Ακρόπολη ήταν αποθηκευμένα νομίσματα αξίας 6.000 ταλάντων, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή. Αντίθετα, οι Σπαρτιάτες, τονίζει ο Περικλής, έχουν «δεμένα τα χέρια τους από την έλλειψη χρημάτων, αφού αναγκαστικά χρονοτριβούν όσο να τα μαζέψουν σιγά, σιγά. Αλλά δεν ανέχονται την προσμονή οι ευκαιρίες που παρουσιάζει ο πόλεμος».
Οι ανάγκες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι τεράστιες και η Αθήνα προσπαθεί να τις καλύψει με τις συμμαχικές εισφορές. Για το λόγο αυτό το 425 π.Χ. προτείνονται, με το διάταγμα του Θουδίππου, 1460 τάλαντα ως συμμαχική εισφορά, αν και κατά τα φαινόμενα δεν εισπράχθηκαν τελικώς πάνω από 1.000.
Όμως πολύ λίγα χρόνια μετά, το 421, οι συμμαχικές εισφορές έχουν πέσει στα 600 τάλαντα, ποσό που φαίνεται ότι με κάποιες αυξομειώσεις έμεινε σταθερό μέχρι τα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ανασύσταση της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. δεν αποφέρει στην Αθήνα ανάλογα οφέλη: ο φόρος δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να ξεπερνά τα 200 τάλαντα και δύο δεκαετίες αργότερα είναι μόλις 50 τάλαντα.
Η Αθηναϊκή Συμμαχία φυσικά δεν ήταν η μόνη. Ανάλογες οικονομικές ρυθμίσεις (κοινό ταμείο, μοίρασμα δαπανών και υποχρεώσεων μεταξύ των μελών της συμμαχίας κλπ.) προβλέπονται και στις υπόλοιπες συμμαχίες και τα «κοινά» (συνομοσπονδίες πόλεων) που συστήνονται στην κλασσική εποχή αλλά και στη συνέχεια. Υπάρχει λ.χ. το Κοινό των Βοιωτών, όπου οι 11 διοικητικές περιφέρειες εκτός από την υποχρέωση παροχής μίας στρατιωτικής μονάδας, εντέλλονται να καλύψουν πλήρως και τα έξοδά της. Στην περίπτωση του βοιωτικού Κοινού παρατηρούμε και άλλα ενδιαφέροντα φαινόμενα, όπως λ.χ. την απροθυμία Θηβαίων και συμμάχων (οι τελευταίοι ήταν, επί της ουσίας, υποτελείς των Θηβαίων) να επωμιστούν το τρομερό κόστος της δημιουργίας και συντήρησης σε λειτουργική κατάσταση ενός αξιόλογου στόλου. Παρότι με τις άοκνες προσπάθειες του Επαμεινώνδα ναυπηγήθηκε στόλος, στην συνέχεια περιέπεσε σε αχρηστία, αφού δεν υπήρχε διάθεση να πληρώνονται τα υπέρογκα κόστη που απαιτούσε.
Κοινό ομοσπονδιακό ταμείο διέθεταν, όπως γνωρίζουμε από τις πηγές, το κοινό των Αρκάδων (με έδρα τη Μεγαλόπολη) και το κοινό της Χαλκιδικής (με έδρα την Όλυνθο). Κάπως διαφορετική φαίνεται να υπήρξε η ρύθμιση στο κοινό των Θεσσαλών, όπου ίσχυε ένας μάλλον περίπλοκος διακανονισμός, που ήταν απόρροια της ιδιότυπης για τα ελληνικά πράγματα κοινωνικής πραγματικότητας της Θεσσαλίας.
ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Σημειώσαμε ήδη ότι σε περίπτωση πολέμου μια πόλη είχε διάφορους τρόπους για να αντλήσει τα απαραίτητα χρήματα. Σε περιπτώσεις όπου η δαπάνη ήταν διαρκής, όπως λ.χ. στην περίπτωση της Αθήνας και του στόλου της, τα έσοδα έπρεπε επίσης να είναι διαρκή. Στην εποχή της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, τα έξοδα αυτά έπεφταν κυρίως στους ώμους των συμμάχων των Αθηναίων, με τον τρόπο που ήδη έχουμε δει. Σε περιπτώσεις που παρίσταται ανάγκη να συγκεντρωθεί ένα ποσό για να χρηματοδοτηθεί μια εκστρατεία ή μια πολεμική δαπάνη που προέκυψε ξαφνικά, υπήρχαν σε χρήση διάφοροι τρόποι για την εξεύρεση του αναγκαίου ποσού.
Καταρχήν κάθε πόλη είχε το δημόσιο ταμείο της, από το οποίο σε περιπτώσεις ανάγκης αντλούσαν μεγάλα ποσά. Το αθηναϊκό ταμείο στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως επαίρεται ο Περικλής, έχει 6.000 τάλαντα στην Ακρόπολη, αν και επί της ουσίας αυτό ήταν το συμμαχικό ταμείο (το οποίο μάλιστα συγκεντρωνόταν επί σειράς ετών). Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα δεδομένα της εποχής και τους συσχετισμούς δύναμης, οι πρόσοδοι που εξασφάλιζε η περσική αυτοκρατορία στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, άγγιζαν τα 14.500 τάλαντα ετησίως. Αυτά ήταν τα χρήματα που έμπαιναν στο αυτοκρατορικό ταμείο και όχι εκείνα που συνέλλεγαν για λογαριασμό τους οι σατράπες. Γίνεται κατανοητό τι διαφορά μεγεθών υπάρχει μεταξύ της ισχυρότερης ελληνικής πόλης (και της «αυτοκρατορίας» της) και της κυρίαρχης δύναμης της εποχής στην ανατολική Μεσόγειο, του κράτους των Αχαιμενιδών.
Κάθε πόλη είχε κάποιους μηχανισμούς για να υποχρεώνει τους πολίτες της να συνεισφέρουν στις πολεμικές δαπάνες. Για την Αθήνα, όπου τα στοιχεία και τα σχετικά ευρήματα είναι εξαιρετικά πλούσια, έχουμε μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα του τι συνέβαινε. Στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, ίσως και για την επόμενη 20ετία, ο θεσμός των Λειτουργιών ήταν σε πλήρη ισχύ. Βάσει αυτού του θεσμού, οι πολίτες συνεισφέρουν ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα, στις πολεμικές δαπάνες. Λ.χ. οι ευπορότεροι των πολιτών αναλάμβαναν την τριηραρχία, να ετοιμάσουν δηλαδή μια τριήρη για μάχη και να αναλάβουν τα έξοδά της.
Αργότερα αυτός ο θεσμός θα ατονήσει και μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς οι παρατεταμένες επιχειρήσεις άδειαζαν συνεχώς τα αθηναϊκά ταμεία, η πολιτεία προχώρησε στην επιβολή έκτακτου φόρου. Δεν φαίνεται να καθιερώθηκε τακτική καταβολή της εισφοράς αυτής, η οποία επιβαλλόταν κατά περίπτωση και εφόσον υπήρχε έκτακτη ανάγκη.
Μετά τον πόλεμο η Αθήνα έχασε την αυτοκρατορία της, δηλαδή τους συμμάχους που πλήρωναν για τη συντήρηση του αθηναϊκού στόλου και έτσι οι εισφορές των πολιτών έγιναν τακτικότερες. Λίγο αργότερα, στα 378, θα υιοθετηθεί μια νέα νομοθεσία, που αποτελεί έναν συμβιβασμό μεταξύ της χορηγίας και της κανονικής φορολογίας. Θα συσταθούν ομάδες Αθηναίων πολιτών, οι «συμμορίες», από 100 μέλη έκαστη, που θα είναι υπεύθυνοι για την συλλογή των φόρων. Βάσει του συστήματος αυτού, ορίζονταν οι τρεις ευπορότεροι πολίτες σε κάθε συμμορία υπεύθυνοι για την καταβολή του ποσού στο ταμείο της πόλης. Στη συνέχεια εκείνοι έπρεπε να αναζητήσουν τρόπο για να πάρουν από κάθε μέλος της συμμορίας το ποσό που του αναλογεί.
Το ότι αυτό το σύστημα ήταν επιτυχημένο, φαίνεται από το ότι η Αθήνα κατόρθωσε, παρότι δεν είχε σημαντικούς εξωτερικούς πόρους, να συνεχίσει να αποτελεί τη σημαντικότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα.
Ένα άλλο είδος πόρου αφορά στην επιβολή φόρου στην εμπορική δραστηριότητα. Πρόκειται για μία πρακτική που ακολούθησαν όλες οι πόλεις που είχαν λιμάνια με μεγάλη κίνηση και φυσικά και εκείνες που διέθεταν στόλο και ήλεγχαν θαλάσσια περάσματα. Όσον αφορά ειδικά στην Αθήνα, αξίζει να σημειώσουμε και τις προσόδους των μετοίκων, που συχνά ήταν ιδιαίτερα μεγάλες.
Αν και κατά κανόνα υπήρχε πρόνοια σε όλες τις πόλεις ώστε οι πολεμικές δαπάνες να καλύπτονται, στο μέτρο του δυνατού, από κοινοτικούς πόρους, αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Σε πάμπολλες περιστάσεις ήταν η «ιδιωτική πρωτοβουλία» που προσέφερε τα επιπλέον ποσά που ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων.  Η βοήθεια των ιδιωτών υλοποιείτο μέσω δωρεών. Αν και συνήθως οι δωρητές ήταν κάτοικοι των συγκεκριμένων πόλεων, συχνά ήταν ξένοι που για διάφορους λόγους επέλεγαν να βοηθήσουν αυτήν την πόλη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Λακεδαιμονίων, φαίνεται ότι υπήρχαν πάρα πολλές δωρεές από διάφορες πηγές κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι χορηγίες δεν ήταν μόνο σε χρήμα αλλά μπορούσαν να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τις δυνατότητες του δωρητή ή τις ανάγκες της πόλης. Καταγράφηκαν λ.χ. περιπτώσεις όπου ένας τεχνίτης δώρισε εργασία ή και τα εργαλεία της δουλειάς του στην πόλη, ενώ (στο άλλο άκρο) κάποιοι ευκατάστατοι πολίτες έγιναν χορηγοί ολόκληρων στρατιωτικών μονάδων ή προμήθευσαν την πόλη με πολύτιμα για την πολεμική προσπάθεια υλικά σε μεγάλες ποσότητες (λ.χ. ξυλεία, όπως στην περίπτωση του εξόριστου Αθηναίου Ανδοκίδη). Και οι δωρεές, όπως και οι εισφορές τακτικές και έκτακτες, κατέληγαν στο δημόσιο ταμείο της πόλης και η διαχείριση του ποσού γινόταν κοινή συναινέσει.
Βεβαίως όταν οι συγκρούσεις ήταν παρατεταμένες, τα ποσά των δημόσιων ταμείων εξανεμίζονταν ταχύτατα και η πόλη είχε συνεχώς ανάγκη από χρήματα. Μία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε τότε, όπως και σήμερα, ήταν ο δανεισμός. Οι πόλεις δανείζονταν, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά, για να αντιμετωπίσουν τις πολεμικές τους δαπάνες. Η πρώτη πηγή δανεισμού είναι τα (κατά κανόνα πλούσια) ιερά των ίδιων των πόλεων. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα όπου ο αθηναϊκός δήμος δανείστηκε χρήματα από τα ιερά της  πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο δήμος επέστρεψε τα χρήματα μετά το πέρας των εχθροπραξιών, αν και σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια.
Ένα σχετικά συχνό φαινόμενο ήταν και τα εξωτερικά δάνεια. Η πόλη που είχε ανάγκη από χρήματα απευθυνόταν είτε σε κάποιο από τα μεγάλα και πλούσια ιερά, είτε σε κάποιο ξένο κράτος, πόλη ή βασίλειο.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Είδαμε παραπάνω τους τρόπους εξεύρεσης των πόρων για την διεξαγωγή του πολέμου. Στη συνέχεια θα δούμε τις τυπικότερες πολεμικές δαπάνες της κλασσικής εποχής.
Κατά κανόνα και στις περισσότερες πόλεις, όπως είδαμε ήδη, οι ατομικές δαπάνες οπλισμού βάρυναν τους ίδιους τους πολίτες. Πιθανή εξαίρεση (έστω, μερική) η Σπάρτη, όπου σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές χρονικές περιόδους γνωρίζουμε ότι η πολιτεία εξόπλισε πλήρως ισάριθμα τμήματα νεοδαμωδών για να πολεμήσουν για λογαριασμό της. Όσον αφορά στους καθαυτούς πολίτες της Σπάρτης, κατά τα φαινόμενα η πολιτεία κάλυπτε ένα μέρος των εξόδων για τον οπλισμό τους, ή τους χορηγούσε την πρώτη τους πανοπλία. Δυστυχώς, οι πηγές είναι ασαφείς σε αυτό το ζήτημα και κατ ανάγκη οι εκτιμήσεις είναι συγκεχυμένες και σε μεγάλο μέρος υποθετικές. Οπότε δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ως προς το αν η Σπάρτη όντως χορηγούσε, ως πάγια πρακτική και όχι ευκαιριακά και σε ειδικές περιπτώσεις, τον οπλισμό των ανδρών της.
Έχουν βρεθεί διάφορες ενδείξεις για το ύψος της δαπάνης που ήταν απαραίτητο για να εξοπλιστεί πλήρως ένας οπλίτης της κλασσικής εποχής. Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι δεν είναι δυνατό να προσδιορίσουμε ένα συγκεκριμένο κόστος για την οπλιτική πανοπλία, διότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές τιμών μεταξύ των διαφόρων ειδών, κυρίως θωράκισης, ακόμη και στην ίδια εποχή. Λ.χ. διαβάζουμε στις πηγές ότι ένας «καλοδουλεμένος (χάλκινος) θώρακας» κόστιζε 10 μνες, δηλαδή 1000 δραχμές, 1/6 ταλάντου, την εποχή του Αριστοφάνη. Όμως υπάρχουν και πολλές άλλες, διαφορετικές, τιμές για θώρακες την ίδια εποχή. Τιμές που ξεκινούν από τις 200 δρχ. (2 μνες). πιθανόν για λινοθώρακα και φθάνουν έως και τις 4000 δρχ. (40 μνες!) για ένα σιδερένιο θώρακα!
Οι τεράστιες αυτές αποκλίσεις κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με το υλικό κατασκευής του θώρακα, την ισχύ του αλλά και την διακόσμησή του. Το τελευταίο είναι μάλλον ο καθοριστικότερος παράγοντας, αφού ένας θώρακας με διακόσμηση, μπορούσε να κοστίζει τρεις και τέσσερις φορές τα χρήματα που κόστιζε ο ίδιος θώρακας δίχως την παραμικρή διακόσμηση. Φυσικά, διαφορετικές τιμές είχαν οι λινοθώρακες και οι σπολάδες, από τους σύνθετους ή τους ολομεταλλικούς. Όμως την κλασσική εποχή, όταν η τυποποίηση ήταν άγνωστη και κάθε πολεμιστής προμηθευόταν μόνος του τον οπλισμό του, σημαντική ειδοποιός διαφορά στις τιμές ήταν ακόμη το εργαστήριο και η πόλη κατασκευής, η συνολική κατάσταση της αγοράς, αν επρόκειτο για περίοδο πολέμου ή ειρήνης κλπ.
Οι θώρακες είναι προφανώς το είδος όπου υπάρχει μεγαλύτερη διασπορά τιμών.
Αντίθετα, πολύ μικρότερες παρεκκλίσεις εμφανίζονται στα άλλα συστατικά της οπλιτικής πανοπλίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ξιφών, που στις πηγές εμφανίζονται με τιμές 5 έως 20 δραχμών. Αυτές οι τιμές αφορούν ξίφη δίχως στολίδια. Αν κάποιος καλός τεχνίτης είχε κοπιάσει για να φτιάξει ένα όμορφο, στολισμένο σπαθί, η τιμήν του ήταν δυνατό να φθάσει ακόμη και αυτή ενός (φθηνού) θώρακα.  Τα δόρατα φαίνεται ότι κόστιζαν σε κάθε περίπτωση κάτω από 10 δρχ. και μάλλον περί τις 5, ενώ τα κράνη, ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της οπλιτικής πανοπλίας, κόστιζαν από 30 έως 60 δρχ. στην ίδια περίοδο. Και οι τιμές των ασπίδων εξαρτούντο από το είδος και τη διακόσμηση της ασπίδας, ωστόσο εδώ δεν φαίνεται να υπήρχαν τεράστιες διακυμάνσεις. Μια τυπική τιμή που διαβάζουμε στις πηγές για το αργολικό όπλον είναι οι 50 δραχμές.
Όσον αφορά στον συνολικό εξοπλισμό ενός οπλίτη, έχουμε σχετικές αναφορές από τα τέλη του 6ου αιώνα, όταν ένας Αθηναίος χρειαζόταν 30 δρχ. για να εξασφαλίσει μια οπλιτική πανοπλία, ενώ αρκετά αργότερα, στην αρχή του 4ου αιώνα (πάνω από ένα αιώνα μετά) το κόστος έχει φθάσει στις 300 δρχ. κατ’ ελάχιστον.
Το κόστος του κατά ξηράν πολέμου καταρχήν αφορούσε στον ίδιο τον πολίτη. Η πόλη βεβαίως φρόντιζε κατά κανόνα για την διατροφή των στρατιωτών (ένα διόλου ευκαταφρόνητο έξοδο) και κατέβαλλε στους οπλίτες έναν μισθό. Ο μισθός αυτός μπορούσε να είναι από 2 οβολοί έως 1 δραχμή τη μέρα για τους στρατιώτες και πολλαπλάσια για τους αξιωματικούς.
Από κει και πέρα, εφόσον η πόλη διέθετε ναυτικό, το πολεμικό κόστος πολλαπλασιαζόταν. Κατά κανόνα, τα πλοία ναυπηγούνταν με κόστος της πολιτείας και οι δαπάνες περιλάμβαναν την πληρωμή των υλικών (κυρίως της ξυλείας) αλλά και την δαπάνη για τον αρχιτέκτονα και τους τεχνίτες, μαραγκούς κλπ. Η εξάρτηση βάραινε, ανάλογα την πόλη, την πολιτεία ή τον τριήραρχο.
Γενικά έχει υπολογιστεί ότι το πλήρες κόστος ναυπήγησης μιας τριήρους στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα, ξεπερνούσε το ένα τάλαντα (6000 δρχ.). Σε αυτό το κόστος συμπεριλαμβάνονταν οι δαπάνες που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και η εξάρτηση, τα κουπιά (από 400 έως 1000 δρχ. για το σύνολο των 200 κουπιών – 170 για τους κωπηλάτες και 30 εφεδρικά) τα τιμόνια (25 δρχ.) ο μεγάλος ιστός όπου σηκωνόταν το κεντρικό πανί (37 δρχ.) οι κεραίες (23 δρχ.) κλπ.
Στην Αθήνα η συντήρηση του πλοίου σε καιρό πολέμου επιβάρυνε τον τριήραρχο, αλλά στη συνέχεια αναλάμβανε η πολιτεία. Τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις, η πολιτεία κατασκεύαζε τους χώρους όπου φυλασσόταν τα πλοία, τους νεώσοικους (εκ της γενικής του πλοίου:  ναυς – νηώς + οίκος, δηλαδή «το σπίτι του πλοίου). Η δαπάνη για αυτές τις απαιτητικές και εκτεταμένες κατασκευές θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δυστυχώς όμως δεν έχει επιβιώσει κάποια ξεκάθαρη αναφορά που να μας επιτρέπει να υπολογίσουμε πόση ακριβώς.
Όμως το σημαντικότερο κόστους μιας τριήρους, αφορούσε στην λειτουργία της. Εφόσον η τριήρης ήταν πλήρως επανδρωμένη, διέθετε 170 κωπηλάτες. Βάσει των αναφορών στα χρήματα που χορηγούνταν στους κωπηλάτες ως μισθός, έχουν γίνει υπολογισμοί που δείχνουν ότι μία τριήρης κόστιζε καθημερινά, εφόσον βρισκόταν σε επιχείρηση, από 66 έως 400 δρχ. , σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η Αθήνα στα μέσα του Πελοποννησιακού Πολέμου διατηρούσε στόλο άνω των 200 πλοίων. Ακόμη και για ήσσονος σημασίας επιχειρήσεις μπορούσε να διατεθεί μια μοίρα 60 τριήρεων. Το κόστος για μια τέτοια μοίρα ήταν από 3960 έως 24000 δρχ. ημερησίως!  Δηλαδή έως και 120 τάλαντα το μήνα! Σε περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερων εκστρατειών, όπου μπορεί να συμμετείχαν άνω των 150 πλοίων, τα κόστη ήταν αστρονομικά.
Το πόσο πολύ κόστιζαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, αποτυπώνεται γλαφυρά στο μήνυμα του Νικία που αναφέρει ο Θουκυδίδης. Μετά από τους πρώτους μήνες στην Σικελία, ο Νικίας προσπαθεί να εξασφαλίσει ενισχύσεις από την Αθήνα, μαζί με επαρκή χρήματα για να εξασφαλίσει την τροφοδοσία του στρατεύματος και να δώσει και κάποιον μισθό. Στην προσπάθεια του αυτή αναφέρει ότι «ήδη έχουμε ξοδέψει δύο χιλιάδες τάλαντα», ένα αστρονομικό ποσό, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το σύνολο του αθηναϊκού (συμμαχικού) ταμείου, ένα ποσό που συγκεντρωνόταν επί σειρά ετών, ήταν 6000 τάλαντα.
ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μια από τις σημαντικές, αν και όχι ιδιαίτερα προβαλλόμενη, παραμέτρους για την διεξαγωγή εχθροπραξιών, ήταν η λαφυραγώγηση του ηττημένου. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, θα πρέπει να θεωρείτο δεδομένο ότι η αποκομιδή λαφύρων θα κάλυπτε ένα μέρος του κόστους του πολέμου. Ενίοτε μάλιστα θα μπορούσε να φέρει και κέρδη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μοιρασιά των λαφύρων μεταξύ των μελών μας συμμαχίας. Κατά κανόνα, ο τρόπος της μοιρασιάς οριζόταν στην ιδρυτική συνθήκη της συμμαχίας ή με κοινή πράξη – εφόσον επρόκειτο για συγκυριακή συμμαχία – των μερών που την αποτελούσαν. Μια από τις αρχαιότερες επιγραφές σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι αυτή που αφορά στην συμμαχία των Αργείων με δύο κρητικές πόλεις, την Κνωσό και την Τύλισο. Η συνθήκη – περίπου του 450 π.Χ. – προέβλεπε ότι η μοιρασιά της έκτασης γης που τυχόν θα καταλαμβανόταν συνέπεια των εχθροπραξιών, θα γινόταν στα τρία, με ίσο μερίδιο για κάθε εταίρο. Αντίθετα, κάθε θαλάσσια κτήση (δηλαδή νησιωτική περιοχή) θα μοιραζόταν στα δύο μεταξύ Κνωσού και Άργους (αφού η Τύλισος δεν συνεισέφερε ναυτικές δυνάμεις και δε διέθετε στόλο). Από τα κινητά λάφυρα, η δεκάτη των θεών (στην οποία θα αναφερθούμε και αναλυτικότερα παρακάτω)  προβλεπόταν να κατατεθεί στην Πυθώ και τα υπόλοιπα λάφυρα θα αφιερωνόταν στον Άρη στην Κνωσό. Βλέπουμε λοιπόν μια ιδιαίτερα αναλυτική συνθήκη που προέβλεπε επακριβώς τι θα γινόταν με την πολεμική λεία.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ των εταίρων της συμμαχίας και η μοιρασιά γινόταν κατά το δοκούν. Έτσι έγινε λ.χ. στις Πλαταιές, όταν ο ελληνικός στρατός κατανίκησε τον περσικό και τα λάφυρα μοιράστηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων «ανάλογα με την αξία του καθενός», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Το πώς ακριβώς προσδιοριζόταν η αξία καθενός μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, είναι πάντως βέβαιο ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις θα υπήρχαν αρκετές γκρίνιες και διαφωνίες ως προς το μερίδιο που ανήκε στον κάθε έναν από τους συμμάχους.
Και στην περίπτωση των Πλαταιών υπάρχει το ζήτημα των αφιερωμάτων στους θεούς, της «δεκάτης», δηλαδή του 1/10 του συνόλου των λαφύρων. Γράφει λοιπόν ο Ηρόδοτος (Θ’, 81 μτφ. Ν. Καλαμαρά-Φιλιππουπολίτη) ότι «συγκέντρωσαν τα’ αντικείμενα αξίας και αφαίρεσαν το 1/10 για το θεό των Δελφών. Απ’ αυτό έφτιαξαν το χρυσό τρίποδα πάνω στο χάλκινο φίδι το τρικέφαλο που βρίσκεται πολύ κοντά στο βωμό. Ξεχώρισαν επίσης και για το θεό της Ολυμπίας 1/10, απ’ όπου κατασκεύασαν κι αφιέρωσαν χάλκινο άγαλμα του Δία 10 πήχεις (4.60 μέτρα) ψηλό. Ξεχώρισαν ακόμα 1/10 για το θεό του Ισθμού. Απ’ αυτό έφτιαξαν έναν χάλκινο Ποσειδώνα 7 πήχεις (3.20 μέτρα) ψηλό».
Καθώς η μοιρασιά των λαφύρων δεν ήταν ίση αλλά εξαρτάτο από την «αξία» του κάθε πολεμιστή, οι στρατηγοί ανέκαθεν είχαν προνομιούχο αντιμετώπιση. Λ.χ. ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων στις Πλαταιές, ο αντιβασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας, έλαβε 10πλάσιο μερίδιο απ’ αυτό των απλών στρατιωτών.
Είδαμε την συνήθεια των Ελλήνων να αφιερώνουν την δεκάτη στους θεούς. Αυτή η αφιέρωση κατά κανόνα είχε τη μορφή δωρεάς/αφιερώματος στο ιερό του θεού που επέλεγαν οι στρατηγοί μαζί με τους άνδρες τους, ή η πόλη τους.  Συνήθως ο στρατηγός προσπαθούσε να εξασφαλίσει και το δικό του γόητρο και φήμη μέσω του συνολικού αφιερώματος. Έχουμε έτσι μαρτυρίες από τις αρχαίες πηγές για ηγέτες που μετά από σημαντικές επιτυχίες – ο Παυσανίας, ο Λύσανδρος, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων – έκαναν σημαντικότατες προσφορές σε ιερά με το όνομά τους. Επρόκειτο ασφαλώς για πολεμικά λάφυρα. Μάλιστα ο Λύσανδρος έφθασε στο σημείο να στήσει χάλκινο ανδριάντα του εαυτού του στους Δελφούς!
Μια ακόμη «ιερή» δαπάνη που έχει σχέση με τον πόλεμο, ήταν οι ευχαριστήριες θυσίες, τα επινίκια. Κατά κανόνα αυτές τις χρηματοδοτούσε η πόλη που είχε νικήσει την αναμέτρηση, ή – αν επρόκειτο για συμμαχία – κάθε μέλος της συμμαχίας ξεχωριστά.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Έχοντας δει τις πρακτικές όψεις της οικονομικής πραγματικότητας του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα, μπορούμε να αναφέρουμε και κάποιες απόπειρες συσχετισμού της οικονομικής πραγματικότητας με την πολεμική πρακτική, σε θεωρητικό επίπεδο. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ήταν ο Ξενοφών, που ως στρατιώτης και επικεφαλής μισθοφόρων επί σειρά ετών, ήταν ένας από τους καταλληλότερους να μιλήσει για τη σχέση οικονομίας και πολέμου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο στο έργο του Ξενοφώντα, πέρα από τα πολύτιμα δεδομένα σε σχέση με την μισθοφορική πρακτική, είναι η σύνδεση οικονομικών και στρατιωτικής διοίκησης, που επιχειρείται στον «Οικονομικό» του. Αν και το έργο γενικώς κατατάσσεται στα «σωκρατικά» του Ξενοφώντα και εκ πρώτης όψεως περιέχει πρακτικές συμβουλές για τη γεωργία και τη διαχείριση αγροκτήματος, νεώτεροι μελετητές (Βερνάν, Γκαρλάν, Αμουρετί) έχουν καταλήξει σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα: θεωρούν ότι το έργο αυτό του Αθηναίου ιστορικού και συγγραφέα αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης της διαχείρισης ενός κτήματος με την άσκηση στρατιωτικής διοίκησης.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να αξιολογήσουμε διαφορετικά τις εκτενείς αναφορές που κάνει ο Ξενοφών στο θέμα της διαχείρισης μιας μεγάλης έκτασης γης, εξειδικεύοντας στις διάφορες πλευρές της.
Έχοντας πάντα κατά νου ότι ο Ξενοφών, πιστός στο πνεύμα της εποχής του, πίστευε ακράδαντα στους «αρίστους» και στη «φυσική» ικανότητα τους να άρχονται, μπορούμε να εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο. Μπορούμε λ.χ. να εκτιμήσουμε τους αδιόρατους (αλλά παρόντες) συσχετισμούς μεταξύ της ασχολίας του γαιοκτήμονα στην «πολιτική» του ζωή, δηλαδή τη διαχείριση μεγάλων εκτάσεων γης και την εξασφάλιση σημαντικών προσόδων απ’ αυτές, με τις αντίστοιχες στη ζωή του ως πολεμιστή στην υπηρεσία της πόλης του. Για τον Ξενοφώντα, οι άνδρες – σε αντίθεση με τις γυναίκες – εργάζονται εκτός οικίας και θα πρέπει, παράλληλα με τις υποχρεώσεις τους στα κτήματά τους, να αθλούνται και να συμμετέχουν στα κοινά της πόλης τους και ιδιαίτερα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Βλέπουμε εδώ μια σταθερή σύνδεση της ιδιότητας του ελεύθερου, άνδρα γαιοκτήμονα με την πολεμική υπηρεσία, μια σύνδεση που για αυτήν την κοινωνική τάξη (και όχι μόνο, υπήρχαν και οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές) ήταν αυτονόητη στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε.
Στην ίδια συλλογιστική εντάσσεται και η συσχέτιση της (στρατιωτικής) διοίκησης με την γεωργία – στο επίπεδο βεβαίως που ασχολείται ο Ξενοφών με την γεωργία: ως επιβλέπων και ως ιδιοκτήτης του κτήματος. Αυτό δεν τον εμποδίζει φυσικά να δίδει πλείστες όσες συμβουλές στους αναγνώστες του, ακόμη και για πρακτικά ζητήματα που δεν θα ενδιέφεραν απαραίτητα έναν κτηματία που έχει επαφή με το κτήμα του «δι’ αντιπροσώπου». Ωστόσο όπως στην περίπτωση του αρχηγού ενός στρατού, έτσι και στην περίπτωση του κτηματία, η ενασχόληση με τις λεπτομέρειες και η ενδελεχής γνώση του αντικειμένου ακόμη και από τη σκοπιά του απλού εργάτη του κτήματος (του απλού στρατιώτη, στην περίπτωση του διοικητή) θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ.
Αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο, η σύγκριση του «ιδανικού κτηματία» με τον Κύρο. «Κατείχε άριστα την τέχνη της γεωργίας και της προστασίας των καλλιεργειών. Σωστά τα λες, Σωκράτη, είπε ο Κριτόβουλος. Ο Κύρος πράγματι υπερηφανευόταν εξίσου για τη γεωργική του παραγωγή και τις καλλιέργειές του, όσο και για τις πολεμικές του αρετές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς της τέχνης της διαχείρισης ενός αγροκτήματος με αυτήν της διοίκησης ανδρών στον πόλεμο. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά τη σχέση των έμπειρων επιστατών με τον κτηματία και τον τρόπο με τον οποίο οι επιστάτες διαχειρίζονται τις καθημερινές υποθέσεις του κτήματος και ιδιαίτερα πως μαθαίνουν να διευθύνουν με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο τους δούλους. Είναι απλό να αντιστοιχήσουμε τους επιστάτες με τους αξιωματικούς του στρατεύματος και ιδιαίτερα τους κατώτερους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ξενοφών κάνει στο σημείο αυτό έναν παραλληλισμό με την διοίκηση των στρατιωτών, κάτι που ενισχύει τα επιχειρήματα εκείνων που επιμένουν να διαβάζουν τον Οικονομικό με τον τρόπο που αναφέρουμε παραπάνω.
Η σημασία της αδιάκοπης ροής εσόδων, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και κατά την περίοδο της πολεμικής προσπάθειας, είναι άλλο ένα σημείο που προσέχει ιδιαίτερα ο Ξενοφών.  Γνωρίζοντας καλά ότι η οικονομική βάση είναι που κερδίζει (ή χάνει) πολέμους, ο Ξενοφών συστήνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση της περιουσίας και προσφέρει συμβουλές για την μεγιστοποίηση των εσόδων ακόμη και απόντος του κτηματία. Στο ίδιο θέμα κάνει πολύ ουσιαστικότερες παρατηρήσεις σε ένα άλλο έργο του, το «περί προσόδων». Την εποχή που το έγραψε (στα τελευταία χρόνια της ζωής του) η Αθήνα δεν ήταν πλέον η υπερδύναμη του παρελθόντος και μία από τις αιτίες γι’ αυτήν την αδυναμία ήταν η οικονομική δυσπραγία. Την ίδια εποχή το ιδανικό του οπλιτικού πολέμου και του στρατού εκ πολιτών, έφθινε ταχύτατα και πλέον οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξάγονταν τις περισσότερες φορές με μισθοφόρους, για την πρόσληψη των οποίων ήταν απαραίτητοι σημαντικοί οικονομικοί πόροι. Αλλά επίσης και η συντήρηση του ναυτικού, του κύριου πυλώνα της αθηναϊκής ισχύος, κόστιζε πολλά, αφού και μόνο τα χρήματα που απαιτούνταν για την καθημερινή μισθοδοσία των κωπηλατών ήταν ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό.
Ο Ξενοφών, με τη μακρά εμπειρία που είχε αποκομίσει στην διάρκεια της ζωής του και γνωρίζοντας καλά την σχέση του πολέμου με την δυνατή οικονομία, πρότεινε λύσεις και για αυτό το ζήτημα. Λ.χ. διαπιστώνοντας την σημασία των μετοίκων (μη Αθηναίων πολιτών που κατοικούσαν στην πόλη και στο επίνειό της, τον Πειραιά) για την οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας, πρότεινε να ενθαρρυνθούν οι μέτοικοι για να αναπτύξουν ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα, φέρνοντας σημαντικά έσοδα στην Αθήνα μέσω των φόρων. Προχωρά όμως και ένα βήμα παραπέρα, προσπαθώντας να πετύχει την ουσιωδέστερη ένταξη των μετοίκων στον αμυντικό μηχανισμό της πόλης. Προτείνει την συμμετοχή τους στην άμυνα της πόλης και μάλιστα υπηρετώντας ως ιππείς (που την εποχή αυτή, λόγω της παρακμής της αθηναϊκής αριστοκρατίας, σπάνιζαν μεταξύ των γηγενών Αθηναίων πολιτών), καθώς είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο.
Πέρα από το κομβικό ζήτημα των μετοίκων, ο Ξενοφών ασχολείται στο έργο του και με άλλα ζητήματα που μπορούν να ενισχύσουν οικονομικά την γενέτειρά του. Πρωτοποριακή θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την πρότασή του για ενασχόληση του Δήμου ως σύνολο με την καθημερινή οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, η διαχείριση των μεταλλείων αποκλειστικά από το Δήμο, με την απασχόληση σε αυτά περισσότερων δημόσιων δούλων. Αλλά και ένα ακόμη πιο ρηξικέλευθο μέτρο, η ανάπτυξη από τον ίδιο το Δήμο εμπορικού στόλου. Και λιγότερο πρωτότυπα αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα, όπως η αύξηση του αριθμού των δημόσιων αξιωματούχων που θα μπορούσαν να εισπράττουν τους φόρους και να εξασφαλίζουν την λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων προς όφελος του Δήμου.
            Λίγα χρόνια μετά την υποβολή αυτών των προτάσεων από τον Ξενοφώντα, ο Εύβουλος προσπάθησε να μετουσιώσει κάποιες εξ αυτών σε πράξη, ωστόσο η έναρξη της μεγάλης διαμάχης της Αθήνας με τη Μακεδονία, την ανερχόμενη δύναμη του ελληνικού κόσμου, σταμάτησε αυτές τις πρωτοβουλίες. Αν η Αθήνα πετύχαινε να μετασχηματιστεί βάσει αυτών των προτάσεων, ίσως να βλέπαμε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό μοντέλο στην πόλη της Παλλάδας, ένα μοντέλο που θα της επέτρεπε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία της. Ωστόσο η Αθήνα απέτυχε να αλλάξει και να εξελιχθεί και έτσι δε στάθηκε δυνατή η ανακοπή της παρακμής του θεσμού της πόλης-κράτους.


http://theancientweb.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου