Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ:Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΣΩΣΕ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΛΤΑΪΤΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΦΑΓΗ 5000 ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ΤΟ 1921

ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
(Από την Άννα Φαλταϊτς)

Στα ρεπορτάζ του από την Νικομήδεια, ο Κώστας Φαλτάϊτς έδωσε αρκετές φορές ανατριχιστικότατες λεπτομέρειες από τις μεθόδους «εκκαθάρισης» που χρησιμοποιούσαν τα κεμαλικά στρατεύματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, μεταφέροντας πάντα μαρτυρίες επιζησάντων. Η μαρτυρία που ακολουθεί, συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο «Αυτοί είναι οι Τούρκοι».

Εμπρός, Πέμπτη 3 Ιουνίου 1921
Το «Εμπρός» εις το μέτωπον
Η φρικωδεστέρα ελληνική τραγωδία
Η τουρκική θηριωδία εις τον κολοφώνα της
Πως εξοντώθησαν 5000 Έλληνες
Η σπαρακτική διήγησις της μόνης σωθείσης
Σκηναί απεριγράπτου φρίκης, τρόμου, αίματος
Του πολεμικού απεσταλμένου του «Εμπρός»

ΑΔΑ ΠΑΖΑΡ, Μάΐος. – Ας αποκαλυφθούν όλοι οι μεγάλοι σφαγιασταί των αιώνων και όλαι αι μεγάλαι σφαγαί της ιστορίας προ των σφαγιαστών και πρό των σφαγών των Λευκών της Νικαίας.
Η καταστροφή της ελληνικωτάτης και πλουσιωτάτης αυτής κωμοπόλεως, ευρισκομένης παρά την σφαγιασθείσαν επίσης Νίκαιαν, ήρχισεν από του Ιουνίου του 1920 και εξηκολούθησε μέχρι του Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους και πέραν ίσως, αλλ’ όπως συνέβη και με τας άλλας κατακρεουργηθείσας Ελληνικάς περιφερείας και Ελληνικά χωρία, ουδεμία σοβαρά έκθεσις των Πατριαρχείων ή της Ελληνικής Κυβερνήσεως εδημοσιεύθη σχετικώς με την σφαγήν των Λευκών, δίδουσα και την ελάχιστην έστω εικόνα του συντελεσθέντος υπό των Τούρκων εγκλήματος, και ουδεμία επίσημος επιτροπή ή επίσημον άτομον εφρόντισε να συλλέξη και τα ελάχιστα έστω στοιχεία, τα οποία θα έδινον την αναπαράστασιν της συμφοράς.

Η ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ ΔΙΗΓΗΣΙΣ

Από τα ελάχιστα άτομα τα οποία κατώρθωσαν να σωθούν από τον πληθυσμόν των πέντε χιλιάδων περίπου Ελλήνων, οι οποίοι κατώκουν εις τας Λεύκας, η Ελένη Βαφειάδου, νέα και ωραία σύζυγος του εκ Λευκών πλουσίου προκρίτου Βενέδικτου Βαφειάδου, συρθέντος υπό των Κεμαλικών εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, ευρίσκεται σήμερον πρόσφυξ εις το Αδά-Παζάρ και ως εξής μας αφηγείται τα της ανηκούστου εκείνης συμφοράς·

-Την παραμονήν των Αγίων Αποστόλων του 1920 ήλθαν πεντακόσιοι Τσέτες υπό την αρχηγίαν του Τούρκου αξιωματικού Τζεμάλ –του ιδίου αυτού, ο οποίος έκαμε τας σφαγάς της Νικαίας και επάτησαν την πατρίδα μας. Οι κάτοικοι που είχαν αντιληφθή τους Τσέτες, επήραν τα βουνά δια να γλυτώσουν από αυτούς. Εγώ με τον άνδρα μου και το μωρό μας, εμείναμε σπίτι, γιατί δεν ήτο δυνατόν να πάρωμε το παιδί μας στα βουνά. Τότε οι Κεμαλικοί ήρχισαν να μαζεύουν με σκυλλιά από τα βουνά τον κόσμο και να τον φέρνουν εις ένα ανοικτό τόπο, απέναντι της οικίας μας, και ήρχισαν να μαζεύουν και τους άνδρας που είχαν μείνει στο χωριό και να τους κλείουν εις ένα μεγάλο σπίτι. Ο τόπος είχε μαυρίσει από τον κόσμο και ο αέρας από τας φωνάς των ανθρώπων που έκλαιαν και εφώναζαν

ΖΩΝΤΑΝΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ

Από μια χαραγή του παραθύρου του σπιτιού μας εκύτταζα με πλακωμένη την καρδιά και είδα έναν άγριο Τούρκο με μακρυά μαλλιά και γένεια να κρατά ένα μαχαίρι, μεγαλείτερο από μισήν οργυιά που η άκρα του ήταν λυγισμένη. Είχεν ανασηκωμένα τα μανίκια του και είχε τυλιγμένα τα χέρια του ως επάνω με κόκκινο πανί για να διακρίνεται πως είνε τζελάτης (σφαγεύς). Έπειτα είδα τον τζελάτη να γυρίζη γύρω-γύρω το μαχαίρι του και τον άκουσα να του λέγη·
«Μπιτσαΐμ μπακ σάμ γκατς κισιλέρ τσόκ γκιαβουρλάρ κεσεγκεκσίν (Κύττα, πόσες ψυχές Ελληνικές θα φάς απόψε μαχαίρι μου!)
Τον κόσμο που είχαν μαζεμένο σαν πρόβατα στην μάνδρα και τον εφύλαγαν οι ωπλισμένοι Τσέτες, και κάθε στιγμή όλο και νέο κόσμο εμάζευαν.
-Θα μας σκοτώσουν, είπα στον άνδρα μου αυτοί, να φύγωμε, να φύγωμε.
-Στάσου να βρω κανένα τουρκικό σπίτι της γειτονιάς να μας κρύψουν, είπεν ο άνδρας μου και να έλθω να σε πάρω.
Εξήλθεν από την πίσω πόρτα του κήπου μας στον δρόμο, αλλά τον είδε μια χανούμισσα.
-Που πηγαίνεις, γκιαούρ; του εφώναξε.
-Χρήματα, χρήματα, όσα θέλετε σας δίνω, να μας κρύψετε, είπεν ο άνδρας μου.
-Τι τρέχει; ηρώτησε.
-Αμάν, κρύψτε μας και ό,τι έχω χρήματα, χρυσαφικά, όλα δικά σου είνε, είπε ο άνδρας μου.
-Στο σπίτι μου δεν γίνεται, βρήτε κανένα άλλο σπίτι, έλεγεν ο Τούρκος, εις το τέλος όμως εδέχθη να μας κρύψη εις τον αχυρώνα του. Έδωσα εις το παιδί μου αφιόνι να κοιμηθή, το έχωσα εις τα άχυρα, εχωθήκαμε και ημείς εις τα άχυρα και παρακαλούσαμε τον θεό να μην πέσουμε εις τα χέρια των Τσέτηδων.
Έπειτα ακούσαμε έξω μεγάλες φωνές και παρακαλέσαμε τον Τούρκο –Εφέ Μουσταφά τον έλεγαν- να βγη έξω να δη τι γίνεται.
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ

Έπειτα από ολίγον ήλθεν ο Τούρκος και είπε·
-Ο Τζεμάλ έβαλε κήρυκα και φωνάζει πως όποιος Τούρκος του χωριού έχει κρυμμένο γκιαούρ στο σπίτι του, να τον βγάλη αμέσως έξω, να τον παραδώση, γιατί θα του κάψη το σπίτι του.
Ο άνδρας μου έδωσε όσα και αν είχε απάνω του χρήματα, έπεσε στα πόδια του Τούρκου και έλεγε·
-Εμένα ας με κόψουνε, μόνο της γυναίκας μου τν τιμή και τη ζωή του παιδιού μου να σώσω.
Από το δίπλα σπίτι έβγαιναν φωνές και έπειτα όλος ο αέρας άρχισεν να γεμίζη από φωνές και κλάματα. Οι Τσέτες ήρχισαν να σφάζουν τον κόσμο. Εγώ και άνδρας μου ελιποθυμήσαμε. Ύστερα από ώρα ήρθε πάλιν ο Τούρκος στον αχυρώνα.
-Φως στα μάτια σου, λέγει του ανδρός μου. Ήρθε τηλεγράφημα από τον Κεμάλ να μην κοπούν οι χριστιανοί, μόνο να πάρουμε τα χρήματά σας και τα όπλα σας. Πηγαίνετε στο σπίτι σας, μη φοβάσθε.

Αναγκαστήκαμε να φύγωμε από τον αχυρώνα και ετραβήξαμε και εκρυφτήκαμε εις τον κήπο του σπιτιού μας. Εκεί ήρθε και ο συγγενής μας ο Στρατής βαφειάδης, πολύ πλούσιος με την κόρη του και εμείναμεν όλοι κρυμμένοι εις τον κήπο. Κατά το απόγευμα αργά οι Τσέτες άφησαν όσες γυναίκες είχαν πιάσει, ελεύθερες, τους άνδρες όμως όλους τους εφύλατταν κλειδωμένους στο μεγάλο σπίτι.
Έπειτα ακούσαμε να κτυπούν δυνατά την πόρτα του σπιτιού μας και φωνές να καλούν τον άνδρα μου.
-Βογιατζή εφένδη, Βογιατζή.
Εφύγαμε έξω πάλι από την πόρτα του κήπου, ενώ ηκούαμε την φωνή της συνυφάδας μου Πολυξένης που την έσφαζαν οι Κεμαλικοί.
Οι Τούρκοι ήρχισαν να γδύνουν τα σπίτια, να βιάζουν τας γυναίκας, και να σκοτώνουν και πολλούς. Κρυμμένοι πάλιν εις τον αχυρώνα, εμάθαμε ότι ένας χότζας της Λευκής επαρουσιάσθη εις τον Τζεμάλ και του είπε·
-Το δικό μου χαρτί γράφει πως οι Έλληνες της Λεύκας δεν είνε άνθρωποι κακοί, πρέπει να τους αφήσης να ζήσουν.
Και ο Τζεμάλ είπε·
-Σου κάνω το χατήρι, αλλά πρέπει ως τας εννέα το βράδυ να φέρουν 20.000 λίρες, γιατί αλλοιώτικα θα σκοτωθούν.
Εβγήκαν οι παπάδες και οι πρόκριτοι και μαζέψανε 2.800 λίρες, 2.000 οκάδες κουκούλι και τα χρυσαφικά των γυναικών. Τα επήγαν εις τον χότζα όλα και του είπαν οι πρόκριτοί μας και οι παπάδες·

ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ

Αυτά είναι τα χρήματα και αυτή είνε η ψυχή μας. Άλλα δεν έχομε. Αν θέλη ας πάρη τα χρήματα, αν θέλη ας πάρη την ψυχή μας.
Ο Τζεμάλ πήρε τα χρήματα, το μετάξι και τα χρυσαφικά και μας άφησε να ζήσωμε. Ενάμισυ μήνα έμειναν οι Τσέτηδες στο χωριό μας, και έπειτα έφυγαν και επήγαν εις την Νίκαια, και εις τας 15 Αυγούστου εσκότωσαν εκεί όλους τους χριστιανούς.
Την νύκτα της 15-16 Αυγούστου ήλθαν πάλι οι Τσέτες και έζωσαν κρυφά το χωριό, και το πρωί εσκότωσαν 60-65 ανθρώπους που τους είχαν πιάσει να πηγαίνουν στα χωράφια των για δουλειά.
Μετά την σφαγήν αυτήν ο Τζεμάλ έβγαλε πάλι κήρυκα και εφώναξε·
-Όσοι εσκοτώθησαν εσκοτώθησαν, άλλοι δεν θα σκοτωθούν.
Είχε πέσει στην μέση ο χότζας , έπιασε τους προκρίτους και είπε πως πρέπει οι χριστιανοί της Λεύκας να γίνουν Τούρκοι αν ήθελαν να σώσουν την ζωή των. Ο χότζας αυτός ήτο πονόψυχος άνθρωπος και είπε· όταν έλθη ο Ελληνικός στρατός εις την Λεύκα, γίνεσθε πάλι χριστιανοί.

ΣΚΗΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Τότε εγίναμεν όλοι Τούρκοι, αλλάξαμε τα ονόματά μας και δώσαμε τον κατάλογο στον χότζα. Εγώ επήρα το όνομα Χαϊριέ, ο άνδρας μου Αχμέτ, ο κουνιάδος μου Μουσταφάς. Αι γυναίκες εβάλαμε χανουμίστικα και όσοι νέοι ήταν ρεβωνιασμένοι στεφανώθηκαν από το χότζα όπως λέγει το Κοράνι. Έπειτα οι Κεμαλικοί επήραν ένα γέρο συγγενή μας Βαφειάδη, του έδοσαν ένα φτυάρι και κασμά και τον επήραν στα χωράφια να σκάψη μόνος του τον λάκκον του, τον εσκότωσαν μέσα στο λάκκο που είχε ανοίξει ο γέρος. Ενός νέου Γιάγκου το όνομα, του έκλεψαν το σακκάκι και μέσα στην τσέπη του ηύραν ένα μικρό εικονοσματάκι. Τον εσκότωσαν και αυτόν αφού τον έβαλαν και άνοιξε πάλι μόνος τον λάκκον του.
Έπειτα επήγαν εις το σπίτι του Παπά Γιορδάν Βαφειάδη του επήραν όλα τα πράγματά του, τον κατέβασαν τον Παπά, την παπαδιά Ρεβέκα, νέα τριάντα ετών, τα τρία των παιδιά και την μητέρα του Παπά, στον δρόμο έδεσαν τον Παπά Γιορδάν, ατίμασαν την γυναίκα του στο δρόμο εμπρός στα μάτια του και εμπρός στα μάτια των παιδιών της, και τους έσφαξαν έπειτα όλους. Τον άλλο παπά της Λεύκας, τον Παπά Κωστή τον εσκότωσε με το μαχαίρι του ο τζελάτης μαζύ με την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του.

Η ΚΑΫΜΕΝΗ Η ΡΟΔΑΝΘΗ

Επέρασαν 10-15 ημέραι κατόπιν με ησυχίαν. Έπειτα επήραν τον κουνιάδο μου και εμαζέψαμε όλη η οικογένεια του Βαφειάδη 700 λιρών κοσμήματα και τα εδόσαμε για να τον αφήσουν ελεύθερο. Ένα βράδυ έπειτα από δύο ημέρες εχτύπησε το τύμπανο στο χωριό, εμαζεύθησαν οι Κεμαλικοί και άρχισαν να σπάζουν τις πόρτες και να φωνάζουν πως θα σφάξουν όλους τους γκιαούρ.
Επήραμε το παιδί μας και ετρέξαμε στον κήπο. Εκεί ακούσαμε να έρχεται από το δρόμο μια φωνή της νεοπαντρεμμένης Ροδάνθης Πασχαλίδη που έλετε·
-Μη μου χαλνάτε τη ζωή και δεν εχόρτασα ακόμη τον κόσμο
-Ακόμη φωνάζεις γκιαούρ, εφώναξαν οι Τούρκοι και την επυροβόλησαν, αλλά δεν την ηύραν τα βόλια.
Η Ροδάνθη εφώναξε
-Δεν είμαι κορμί να με σκοτώσετε.
Ένας τσέτης άναψε ένα σπίρτο να δη το πρόσωπό της αλλά ένας άλλος Τούρκος την εχτύπησε με το μαχαίρι του και η φωνή της δεν ακούστηκε πιά.
Μέσα στον κήπο μας είχαν μαζευθή και άλλαι γειτόνισσαι με τα παιδιά των και όταν ακούσαμε τους Τούρκους να ανεβαίνουν στο σπίτι μας επηδήσαμε από το φράχτη και εσκορπίσαμε.
Ευρέθηκα με το παιδί μου σ’ ένα μικρό σπίτι μα ένας τσέτης άρχισε να χτυπά την πόρτα και εγώ παρακάλεσα τον Θεό να δώση σε μένα και στο παιδί μου αμέσως τον θάνατο.
Ένας άλλος Τούρκος εφώναξε τότε.
-Τι κάνεις μωρέ, στο άδειο αυτό σπίτι. Δεν πάς να σκοτώσεις στα άλλα σπίτια που είνε γεμάτα από γκιαούρ.
Δεν ξεύρω ύστερα πως ήρθε και με ηύρε ο άνδρας μου και πως ευρεθήκαμε κρυμμένοι δέκα σωστοί άνθρωποι στην καταβόδρα ενός αποπάτου.

ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

-Οι Τσέτες εγύρευαν τον κόσμο στα σπίτια και στους κήπους. Ηκούαμε τας φωνάς αυτών που εσφάζοντο και τα κλάματα των μικρών παιδιών που έλεγαν με γνώσι σαν να ήσαν μεγάλοι.
-Εμάς γιατί μας σφάζετε; Τι σας εκάναμε εμείς;
-Θα σας πάμε στον δάσκαλο να μάθετε γράμματα, έλεγαν οι κακούργοι και τους έσπαζαν τα κεφάλια.
Όταν ξημέρωσε και έγινε ημέρα εβλέπαμε τα σκυλλιά που έτρεχαν να αρπάξουν τα κομμάτια των σφαγμένων ανθρώπωη, και είχαν φέρει κοντά εκεί που ήμεθα κρυμμένοι, ένα γυναικείο κεφάλι με τα μαλλιά που άρπαζαν η πέτρες και ένα πόδι με το παπούτσι. Οι δρόμοι πρέπει να ήταν γεμάτοι από κομμάτια σφαγμένων ανθρώπων και οι Τουρκάλες της Λεύκας έκαναν περίπατο εις τους δρόμους, έβλεπαν τα πτώματα και εγελούσαν.

Ήτο μια γενική σφαγή. Οι Τούρκοι εσκότωναν τον κόσμο με τα μαχαίρια γιατί ελυπούντο να χαλάσουν της σφαίρες των και μέσα εις την βοήν και στο κλάμα που ανέβαινεν εις τον ουρανόν, ηκούοντο τα ούτια των Τούρκων και οι αμανέδες τω.
-Τι φωνάζετε γκιαούρηδες, τι φωνάζετε! έβγαιναν φωνές. Εμείς ούτε το σπόρο του Γιουνάν δεν θ’ αφήσωμε.
Κανένας χριστιανός δεν ετόλμα να φέρη αντίστασιν γιατί είχαν τόση αγριότητα οι Τούρκοι ώστε μόλις τους έβλεπες έκοβαν τα γόνατά σου και έπεφταν κάτω τα χέρια σου στεγνά. Αι Τουρκάλαι έμπαιναν στα σπίτια μας έπερναν τα ρούχα μας, τα εδοκίμαζαν, τα εθαύμαζαν, τα φορούσαν.
Ο κόσμος εφώναζε·
-Εμείς τι φταίμε για τον πόλεμο που γίνεται, τι αφορμή είμαστε εμείς.
Και τα μικρά παιδάκια που μόλις είχαν ομιλία έλεγαν πιάνοντας των Τούρκων τα πόδια·
-Άμτζα (μπάρμπα) μη μας σφάζης να γίνομε δικά σου παιδιά.
Αι γυναίκες επαρεκάλουν·
-Μη μας σφάζετε έτσι με τυραννία. Σφάξτε μας μια και καλή.
Οι Τούρκοι όμως επαίζανε με αυτές, τας ατίμαζαν εις τους δρόμους, έκοπταν τας ρόγας του στήθους των και τας επερνούσαν και έπαιζαν κομπολόϊ και έπειτα τας εσκότωναν με τα μεγαλείτερα μαρτύρια.

"ΔΡΑΜΑ ΕΙΣ ΚΑΤΑΒΟΘΡΑΝ

Μέσα εις καταβόθραν είμεθα μισολυποθυμημένοι από την βρώμα και ευρισκόμεθα σαν μεθυσμένοι. Είχα στην αγκαλιά μου το μωρό μου που άρχισε να κλαίη και αι άλλαι γυναίκες είπαν·

-Θα μας προδώση με της φωνές του.
Τότε μια γυναίκα, η Αθηνά Χατζή επήρε το παιδάκι μου από την αγκαλιά μου, το έσφιξε πολύ-πολύ στο λαιμό του, το έπνιξε και μου το έδωσε ύστερα στα χέρια μου νεκρό.
Οι Τσέτες ήρθαν επάνω από την καταβόθρα, ελέρωσαν επάνω μας και είπαν·
-Απόπατοι είνε εδώ, δεν θα είνε κανένας μέσα.
Εμείναμε πέντε ημέρες και πέντε νύκτες εκεί χωρίς να φάμε, χωρίς να πιούμε, χωρός ο ύπνος να σφαλίση το μάτι μας, είχα το νεκρό παιδί στην αγκαλιά μου και έβλεπα τα σκουλίκια που άρχισαν να του τρώγουν τα ματάκια του. Ένα μούδιασμα ήταν όλο το κορμί μου που ήμουν έτσι όλο αυτό τον καιρό κουβαριασμένη και τα μάτια μου είχαν φουσκώσει και είχαν πρισθή.
Ελέγαμε·Θεέ μου εσύ που μας έδωσες την ψυχή εσύ να μας την πάρης, μη μας αφήσης να μας την πάρουν αυτοί, και περιμέναμε την Ελλάδα να έλθη να μας σώση.


Πέντε ημέρες και πέντε νύκτες ακούαμε τας φωνάς και το κλάμα των σφαζομένων και τα τραγούδια και της βραστήμιες αυτών που έσφαζαν.
Έπειτα ηκούσαμε πάλι τον κήρυκα που εφώναζε·
-Να βγουν όλοι οι κρυμμένοι Χριστιανοί έξω, γιατί άλλη σφαγή δεν έχει πιά.
Δεν επιστεύσαμε εις τον κήρυκα μα όλοι είπαμε πως καλλίτερα ήταν να μας σκοτώσουν παρά να βαστάξη πιο πού αυτό το μαρτύριο.
Βγήκαμε έξω και τραβήξαμε στα σπίτια μας.
Ήσαν όλα άδεια και δεν είχε μείνει μέσα τίποτε. Και το χωριό μας είχεν αδειάσει από τον κόσμο γιατί από τους πέντε χιλιάδες ανθρώπους δεν είχαν μείνει περισσότεροι από 40-50 ζωντανοί. Εμάθαμε πως όλα τα κορίτσια της Λεύκας τα είχαν ατιμάσει πρώτα και ύστερα τα έσφαξαν.

 ΚΟΛΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

Αφού είχε τελειώσει η σφαγή του χωριού ανέβηκαν οι Τσέτες τα βουνά με σκυλλιά και έσφαζαν όλο τον κόσμο που είχε καταφύγει εκεί. Όσους εύρισκαν τους έκοβαν τα πόδια, τους έβγαζαν το ένα μάτι και τους άφηναν έτσι εκεί, και επί μερόνυχτα αι φωναί των εξέσχιζαν τον αέρα ως που να έβγαινεν η ψυχή των.
Ενός Χαράλαμπου Σεβαστού που τον είχαν εύρει στο βουνό με τα τρία του κορίτσια την Σοφία, την Ελένη και την Μαρίκα του έκοψαν τα δυο του πόδια ως το γόνατο, του έβγαλαν το ένα μάτι, του έβαλαν τα κορίτσια του στην αγκαλιά του και επήραν έτσι το κεφάλι των.
Ύστερα πάλι ξαναβγήκαν οι Τούρκοι στο βουνό και όσους εζούσαν ακόμη από αυτούς που τους είχαν κόψει τα χέρια και τα πόδια τους έκοψαν και τους έκαναν όλο κομμάτια-κομμάτια.
Τους άλλους τους 40-50 ανθρώπους που είχαν απομείνει ζωντανοί και επήγαν σπίτια των, έβγαιναν πάλιν οι Τούρκοι εδιάλεγαν αν υπήρχε καμμιά νέα και ωραία γυναίκαι και την έπαιρναν δια ιδικήν των.
Μόλις είδα πως θα με έπαιρναν οι Τούρκοι είπα του άνδρα μου.
-Κρύψε με σ’ ένα λάκκο να γλυτώσω από τα χέρια των.

ΘΑΜΕΝΗ ΖΩΝΤΑΝΗ

Ο άνδρας μου έσκαψεν ένα μεγάλο λάκκο στο υπόγειο του σπιτιού μας και με έβαλε μέσα. Από τον λάκκο μέσα άκουσα τη φωνή ενός Τσέτη που έλεγε του ανδρός μου·
-Φανέρωσε τη γυναίκα σου.
-Εγώ γυναίκα δεν έχω μου τη σκοτώσατε, είπεν ο άνδρας μου.
-Την ξέρω εγώ τη γυναίκα σου. Γύρισα όλα τα πτώματα και δεν την είδα. Η ώρα οκτώ αν δεν την έχης να μου την παραδώσης θα σε σφάξω.
Όταν έφυγεν ο Τούρκος και κατέβηκε στο υπόγειο ο άνδρας μου τον αγκάλιασα και του είπα·
-Πάρε μου το κεφάλι μόνο μη με δίνης σ’ αυτόν.
-Μην κλαις είπεν ο άνδρας μου, την ώρα που θάρθη να σε πάρη σε σκοτώνων σένα και ύστερα σκοτώνομαι και εγώ.
Ο Τσέτης αυτός ελέγετο Αλή Τσαούς και εγύριζε και εμάζευε για τον εαυτό του όσες νέες γυναίκες είχαν σωθή. Το έμαθεν ο Τζεμάλ που έμενε σ’ ένα χωριό το Αράπ-Οστού, μισήν ώρα μακρυά από τις Λεύκες, του εμήνυσε την ίδια ημέρα και του είπε·
-Εσύ δεν πηγαίνεις στον πόλεμο, μόνο μαζεύεις όλα τα κορίτσια και γλεντάς. Και τον εκρέμασε.
Ο Τζεμάλ βέης επήρε και ένα άλλο κορίτσι που είχεν ο Αλή Τσαούς. Την εκράτησε μια βδομάδα να την έχη μαζύ του και ύστερα την εσκότωσε.
Μόλις παρουσιάσθησαν οι ολίγοι που εσώθησαν έξω, οι Τούρκοι έπιασαν τους άνδρας εικοσιπέντε σχεδόν τον αριθμό, τους έδεσαν και τους έστειλαν εξορία εις την Άγκυρα, στο Σιβρί-Σαριάν, στο Μπέϊν Ταγάρ. Όταν έφευγεν ο άνδρας μου εξόριστος, μου είπε·
-Σ’ αφήνω τώρα στο Θεό. Παρακάλα τον, να πεθάνης γλήγορα και να τελειώσουν τα βάσανά σου.


ΠΩΣ ΕΣΩΘΗΝ

Έμεινα περισσότερο από δυο μήνες κρυμμένη στο λάκκο, στο θεμέλιο του σπιτιού μου. Και μια γρηά μου έφερνε κρυφά ψωμί και νερό και ζούσα. Εις όλο αυτό το διάστημα οι τούρκοι διασκέδαζαν με όργανα, και κάθε βράδυ είχαν γλέντι και ετραγουδούσαν. Μια Παρασκευή του Σαρανταημέρου βγήκεν ένας τελάλης και εφώναξε·
-Να φύγη όλος ο κόσμος και έρχονται οι Έλληνες (Ήτο η πρώτη προέλασις του Ελληνικού στρατού προς το Εσκή Σεχήρ).

Εβγήκα έξω από τον λάκκο μου και είδα τους Τούρκους, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, να φεύγουν φορτωμένοι αυτοί και τα ζώα των με τα πράγματά μας, και να φωνάζουν.
Όταν άδειασεν όλη η Λεύκα από τους Τούρκους, εβγήκα και εγώ έξω και ετράβηξα κατά το δρόμο του Μπιλεζίκ…
Περιπάτησα δυο ημερόνυχτα και έφθασα εις το Μπιλεζίκ που το είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός. Αγκάλιασα τους στρατιώτας μας και τους εφιλούσα. Όλοι ήσαν συγκινημένοι και δεν εκρατούσαν τα δάκρυά των. Έπειτα όταν ο Ελληνικός στρατός εγύρισε στην Προύσσα, έφυγα μαζύ του και τώρα βρίσκομαι ύστερα από άλλες ακόμη περιπέτειες πρόσφυξ εις το Αδά-Παζάρ εδώ.

ΟΝΕΙΡΟΝ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

Εδώ τελειώνει η διήγησις την οποίαν εφρόντισαν να κρατήσω κατά λέξιν της Ελένης Βαφειάδου.
Είνε όνειρον, είνε παραμύθι, είνε φαντασιοπληξία, αναφέρεται εις κάποιαν μακρυσμένην μεσαιωνικήν εποχήν;
-Όχι, είνε ισχνή και περιληπτική, περιληπτικωτάτη η πραγματικότης.

Και η ιστορία της Ελένης Βαφειάδου, η ιστορία της σφαγής των Λευκών, δεν είνε η μόνη. Από τους σωθέντας Έλληανς του Καρασού, του φουλαζίκ, των Φουντουκλιών, του Κονζέ, του Νεοχωρίου, του Καρά-Τεπέ, της Χιλής, του Ορτάκιοϊ, του Γκέιβε, του Χέντεκ, του Μπόλο, του Εσμέ, από τους σωθέντας Έλληνας τόσων ακόμη περιφερειών και χωρίων της Νικομηδείας συνέλεξα πληροφορίες και αφηγήσεις της Τουρκικής θηριωδίας, ομοίας της οποίας δεν είδεν ουδείς αιών, ουδεμία εποχή, περισσότερον ακόμη ανατριχιαστικάς, περισσότερον φρικιαστικάς και απιστεύτους από την ιστορνίαν της Ελένης Βαφειάδου.

Συλλέγοντας τας πληροφορίας αυτάς και ακούοντες τας αφηγήσει από το στόμα των ιδίων των παθόντων, οι οποίοι ελησμόνησαν βεβαίως πολλάς λεπτομερείας, αφού παρήλθον πολλοί μήνες, και έτος ακόμη, από της εποχής που έγιναν αι σφαγαί εις την δύσμοιρον αυτήν περιφέρειαν, σταματάτε από συγκίνησιν και αγανάκτησιν, φράσσετε τα αφτιά σας δια να μην ακούετε πλέον, αισθάνεσθε την καρδιά σας να λιγοστεύη και την φωνήν σας να κόπτεται. 

Η φρικαλεότης των διαπραχεθισών σφαγών εκ μέρους των Τούρκων, αξιωματικών, στρατιωτών, ανταρτών και χωρικών είνε τοιάυτη, ώστε αν το έν εκατοστόν αυτών εφρόντιζεν η Εκκλησία μας και η κυβέρνησις να γνωρίση δια καταλλήλων δημοσιευμάτων της εις τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής, θα εξηγείρετο βεβαίως όλη η συνείδησις του πεπολιτισμένου κόσμου κατά της Τουρκίας και ζήτημα δημιουργίας σήμερον κοινής γνώμης ολοκλήρου του κόσμου εναντίον της βεβαίως δεν θα υφίστατο.

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ

Απέναντι του στοιχειωδώς αναγκαίου και δια την εθνικήν μας υπόθεσιν και δια την ιστορίαν καθήκοντος, το οποίον είχομεν να κάμωμεν ημείς, τι ενηργήσαμεν;
Η απάντησις είνε γνωστή. «Απολύτως, εγκληματικώς, απολύτως τίποτε».

Η πριν και η ήδη Ελληνική κυβέρνησις αγνοούν και τα ονόματα ακόμη πολλών σφαγιασθέντων Ελληνικών χωρίων. Το εν Αθήναις τότε υπάρχον και δια γενναίων κονδυλίων εκ μέρους του Κράτους συντηρούμενον γραφείον των προσφύγων περί άλλα ζητήματα ησχολείτο, τα πατριαρχεία εξέδοσαν μιαν ανόητον μαύρην βίβλον ουδέν απολύτως λέγουσαν, ουδένα συγκινούσαν και η ενταύθα Μητρόπολις κατεσκεύασεν έπειτα από πολύμηνον κυοφορίαν μιαν δεκαπεντασέλιδον περίπου γραφομηχανημένη έκθεση, αναφέρουσα τα γεγονότα της καταστροφής και σφαγιασμού τριανταπέντε Ελληνικών κωμοπόλεων, πόλεων και χωρίων της περιφέρειας Νικομηδείας, έθεσιν –της οποίας σας αποστέλλω προσεχώς αντίτυπον- ισχνοτάτην, ψυχράν, ελλειπεστάτην, ανακριβεστάτην ακόμη και παρουσιάζουσα τα γεγονότα της φρικτής σφαγής, της καταστροφής και της πυρπολήσεως μηδαμινά, ατελέστατα, εκατοντάκις εις αριθμούς και εις ποιόν κατώτερα της πραγματικότητος. Η έκθεσης αυτή εδόθη μάλιστα εις την Διασυμμαχικήν Επιτροπήν, η οποία ήλθε προ ολίγων ημερών κατόπιν εισηγήσεως, ως γνωστόν, της Τουρκίας, να εξετάση τα γενόμενα εγκλήματα (;) υπό του Ελληνικού στρατού, κατά των τουρκικών πληθυσμών, και αίσχος, συνεγράφη τοιαύτη δια τον μέγαν τούτον και ιερόν σκοπόν.

ΠΤΩΧΑ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙΑ

Δια να λάβετε μιαν ακόμη ιδέαν της εκτάσεως και της φρικαλεότητος των γενομένων σφαγών, σας αποστέλλω κατάλογον των φονευθέντων νηπίων υπό των ιδίων των γονέων, εις μόνον μικρόν χωρίον Καραπελίτ, κατάλογον τον οποίον συνεκέντρωσα από τους ίδιους τους δυστυχείς φονείς γονείς. Τα νήπια αυτά εφονεύθησαν από τοςυ γονείς των, δια να μην ανακαλυφθώσιν αυτοί και οι άλλοι οι καταφυγόντες εις τα όρη από τας φωνάς των λιμωκτόντων μωρών.

Ιωάννης Σταύρου 1, Ιωάννης Ευθυμίου 1, Σάββας Τζουλτζίδηες 1, Ηλίας Αθανασίου 2, Κυριακή Τζουλδίδη 1, Γεώργιος Χαραλάμπου 4, Παύλος Τζουλέζης 4, Ιωάννης Αθανασίου 4, Φίλιος Εμμανουήλ 4, Κωνσταντίνος Παναγιώτου 4, Γιώργος Ιωάννου 4, Γεώργιος Τζουλδίδηες 4.
Το σύνολον όμως των φονευθέντων υπό των ιδίων των γονέων δια τον αυτόν λόγον, ή δια να σώσωσιν αυτά από την πείναν, νηπίων και παιδιών ακόμη μέχρις επτά και οκτώ ετών ανέρχεται δ’ όλην την περιφέρειαν Νικομηδείας εις πολλάς εκατοντάδας.

Κ.ΦΑΛΤΑΪΤΣ"
http://arxiokallari.blogspot.gr/2013/09/5000-1921_13.html

1 σχόλιο: