Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΚΟΠΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ ΣΤΙΣ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

Οταν προμηθεύτηκα το βιβλίο του Τάκη Λάππα «Ματοβαμμένες Δάφνες της Ρούμελης. Αγώνες-Θυσίες 1941-1944» ο σκοπός μου ήταν να δω πως ο μεγάλος Βοιωτός λογοτέχνης, λαογράφος και αφηγητής διαπραγματεύεται το θέμα του εμπρησμού της Δομβραίνας της Θίσβης και των Χωστίων με το οποίο ασχολήθηκα σε αυτό το σημείωμα Η καταστροφή της Δομβραίνας, της Θίσβης και των Χωστίων, Αύγουστος του 1943. Φυσικά, διάβασα ολόκληρο το βιβλίο και για την μεν πυρπόληση των χωριών στη νότια Βοιωτία, όπως έχω υποσχεθεί, θα επανέλθω.
Σήμερα όμως θα θίξουμε ένα θέμα ταμπού στην Ελληνική ιστοριογραφία, με οδηγό την πένα του Τάκη Λάππα, ένα θέμα σοκαριστικό και γι’ αυτό δημοσιογραφικά πολύ ενδιαφέρον.
Η τεκμηρίωση των όσων θα αναφερθούν είναι προβληματική καθώς η μόνη πηγή που έχω στην κατοχή μου είναι το βιβλίο του Λάππα –άρα δεν διασταυρώνεται η πληροφορία. Από την άλλη ο Τάκης Λάππας παραμένει στα μάτια μου σχεδόν απόλυτα έγκυρος στον πυρήνα των διηγήσεών του, πόσο μάλλον που επικαλείται επιτόπια έρευνα και συλλογή στοιχείων και προσωπικών συνεντεύξεων. Επιπλέον δεν πιστεύω ότι υπήρχε ή υπάρχει λόγος να ειπωθεί ψεύτικα μια τόσο τραγική και σκληρή ιστορία: Η Ιστορία των Αράβων που είχαν μαζί τους οι ναζί στην Ελλάδα και η συμμετοχή τους στα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών.


Γράφει ο Τάκης Λάππας με το γλαφυρό του ύφος:

Λαμπρή του 1944. Την αυγή της δεύτερης μέρας της Πασχαλιάς ακούστηκαν στα ξέμακρα της Κουκουβίστας ντουφεκιές. Σαν βγήκαν μερικοί χωριανοί στο ξάγναντο, είδανε ν’ ανηφορίζει στον τόπο τους τεράστια φάλαγγα. Αντάρτικη ομάδα που έτυχε στο δρόμο τους, προσπάθησε ν’ανακόψει τον εχθρό για λίγο, ως να προκάνουν οι Ελληνες να ξεμακρύνουν από τα σπίτια τους. Και μέσα στο χωρίο ακούγονταν τρομαγμένα ξεφωνητά: «Γερμανοί έρχονται! Γερμανοί! Φύγετε!».

Αλαφιασμένοι οι Κουκουβιστιανοί, αρπάζανε στα γρήγορα ένα μπόγο με ρουχισμό και παίρνανε την ανηφόρα κατά το βουνό να βρουν καταφυγή. Από τους εννιακόσιους μείναμεν στο χωριό καμιά διακοσιαριά γέροι, γριές κι ανήμποροι. Το ντουφεκίδι δεν βάσταξε για πολύ. Ανήμποροι οι αντάρτες να κρατήσουν άλλο τη φάλαγγα αποτραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Ετσι ανεμπόδιστοι οι Ναζί πατούσαν την Κουκουβίστα. Ηταν η ώρα 10 το πρωί στις 17 του Απρίλη στα 1944.

Η φάλαγγα είχε ξεκινήσει χαράματα απ’ τα Καστέλλια. Στο δρόμο τους οι Γερμανοί καίγανε όποιο ξωκκλήσι και τσοπάνικη καλύβα συντυχαίνανε. Για πρώτη φορά τόσο μεγάλη και παράξενη φάλαγγα πατούσε τούτο το χωριό. Ζύγωναν τους δυο χιλιάδεs στρατιώτες αρματωμένοι καλά, κι’ είχαν μαζί τους τέσσερα ορειβατικά κανόνια, δέκα μεγάλους όλμουs, χώρια τα μυδράλλια και τα πολυβόλα. Ξωπίσω τους μπόλικα ξεφόρτωτα ζωντανά.

Εντύπωση όμωs κάνανε οι στρατιώτες. Γιατί στη φάλαγγα δεν ήταν μονάχα Γερμανοί. Ήταν μαζεμένεs όλεs οι φυλές του κόσμου. Τι ήθελεs και δεν έβλεπεs. Μ’ όλο που ήταν όλοι τους ντυμένοι τη γερμανική στολή, τα πρόσωπα και το χρώμα τους φανέρωναν άλλη φύτρα! Καθώs ήταν ομάδεs ξεχωριστέs, ακούγονταν αλλιώτικη γλώσσα. Η μια ομάδα δεν μπορούσε να συνεννοηθή με την άλλη παρά με νοήματα. Οί Γερμανοί ήταν καμιά πεντακοσαριά και λίγοι μαυροπουκάμισοι φασίστεs που κάνανε τον άγωγιάτη στα ξεφόρτωτα μουλάρια. Τα μπουλούκια, κοντά χίλιοι, ήταν Ρουμάνοι, Σλοβάκοι, Κροάτεs, Βούλγαροι και κιτρινόχρωμοι Τάταροι. Ολοι μισθοφόροι. Και τη φάλαγγα έκλεινε ένας λόχοs από τρακόσουs παράξενουs ανθρώπους.

Τούτοι ήταν που ήταν. Σαν τους έβλεπε «γαϊδούρα απόρριχνε», όπως μου είπε κάποιος ντόπιος. Ήταν’ Αραπάδες μέ χαραγμένα τα μάγουλά τους απ’ τα γεννοφάσκια τους. Απ’ τη μύτη καί τ’ άφτιά τους κρέμονταν χαλκάδες σαν σκουλαρίκια. Τα μεγάλα και παχεια χείλια τους αφήνανε να φαίνονται δυο σειρές από κάτασπρα δόντια, που τους κάνανε άκόμα πιο πολύ φριχτούς κι’ άποκρουστικούς: Ολοι τους μια κοψιά, μέ σφιχτοδεμένα όμως κορμιά. Αυτός ήταν ό περίφημος λόχος των Μαροκινών. Κεφαλή τους ό Γάλλος λοχαγός Άντρέ Ρουέν, απ’ την Αλσανία.

Λίγος καιρός ήταν που φέρανε το λόχο αυτό απ’ το γαλλικό Μαρόκο στην Ελλάδα και τον κρατούσανε στη Γραβιά. Τον είχαν πάντα μακριά απ’ τους άλλους μισθοφόρους και καμιά σχέση. Κρασί κι όλα τα πιοτά τους απαγορεύανε να πίνουν κι η τιμωρία τους θάνατος! Κάποιος που παράκουσε το πλήρωσε μέ τη ζωή του. Τον ντουφεκίσανε μπροστά στο λόχο. Δεν τους άφήνανε να πίνουν, γιατί σαν μεθούσανε γίνονταν έξη τους. Το οινόπνευμα ενεργούσε πάνω τους αφροδίσια και παθαίνανε πριαπισμό. Μανιασμένοι ρίχνονταν να βιάσουν άντρα, γυναίκα, γέρους, παιδόπουλα, Ο,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά τους… Κοντολογίς ήταν άνήμερα μαύρα θεριά που απ’ τη ζούγκλα της Αφρικης, οι Ναζί τους κουβάλησαν να σπαράξουν και σκλαβωμένους άσπρους!..

Η φάλαγγα, άλλη δουλειά δεν είχε παρά να αφανήσει σύσπιτο το ανταρτοχώρι αυτό. Την πληροφορία τούτη έδωσε ένας Ελληνας που αξίζει να αναφέρω τ’ όνομά του. Μήτσος Ήλ. Σταθόπουλος, απ’ τα Καστέλλια. Hξερε γερμανικά κι αφού απόχτησε την εμπιστοσύνη των Ναζί έκλεβε πληροφορίες καί διαταγές… τα πρόδινε στους «Ελληνες πατριώτες καί τους ειδοποιούσε. Πρόσφερε τόσες και τόσες υπηρεσίες στην Πατρίδα του! Στο τέλος τον ανακαλύψανε οί Γερμανοί και τον ντουφεκίσανε.

Χωρίς άργητα ή φάλαγγα άρχισε τη δουλειά της. Σφιχτοζώσανε το χωριό από παντού καί πέσανε στην αρπαγή. Οί μισθοφόροι, εξόν άπ’ τους μαύρους, ήταν οι πιο καλοί στο κούρσεμα. Οί μαύροι μείνανε άκόμα παράμερα. Δεν ήρθε η ώρα τους … Τα κλεψίμια τα κουβαλούσανε στην πλατεία, που τους πρόσμεναν οί άφέντες τους. Αφού ξεδιαλέγανε, ό,τι θέλανε και τα φορτώνανε οί ‘Ιταλοί στα μουλάρια, τα υπόλοιπα, μικρότερης αξίας, τα χαρίζανε στους μισθοφόρους.

Σαν ξεγυμνώσαν τα σπίτια, ύστερα βάλθηκαν να σκάβουν και να ξεχώνουν απο λάκκους τα πράµατα που οι χωριάτες είχαν κρυµµένα. Τούτη τή φορα τίποτα δε γλύτωσε. Μπήκανε ακόµα και στήν έκκλησιά κι αρπάξανε τα ιερά σκεύη, τα µεταξωτά άµφια, το αργυροδεµένο Ευαγγέλιο και πιστολίζανε τις αγιωτικές εικόνες. Αδυναµία δείξανε στήν εικόνα της Παναγιάς και σ’ όλες τις αγίες. Πάνω τους ζωγραφήσανε πρόχειρα διαφορες αισχρότητες. Μερικοι για να γελάσουν, µασκαρευτήκανε τα άµφια και γύριζαν µέσα στο χωριό. Οι µισθοφόροι κείνη τή µέρα ξεπέρασαν στην τέχνη της αρπαγής τους αφέντες τους Ναζί.

Το σούρουπο άρχισε ν’ αργοπέφτει τυλίγοντας το πολυκουρσεµένο χωριό. Οι Γερµανοι µε τους µισθοφόρους τους χαίρονταν το κούρσος τoυs. Με το ξεγύµνωµα της Κουκουβίστας τελείωσε ή πρώτη πραξη της τραγωδίας της. Τώρα, στή δεύτερη πραξη, οι ώς τώρα θεατες θα γίνονταν πρωταγωνι­στές!

Ολο το διάστηµα της αρπαγής, οι Μαροκινοί από µακριά παρακολοθούσαν. Τώρα έφτασε ή ωρα να παίξουν κι’ αύτοί το ρόλο τους. Οι αφέντες τους τούς φυλάγανε για τήν πρεπούµενη στιγµή. Κι’ εφτασε! Οι Γερµανοί δώσανε το λεύτερο στους µαύρους να ψάχνουν τα σπίτια κι όπου βρίσκουν κρασί να πίνουν όσο θέλουν. Σύγχρονα τους αφήσανε να καταλάβουν πώς οι γυναίκες του χωριού θα ήταν στη διάθεσή τους. Αλλο που δε θέλανε οι διψασµένοι από πιοτό και σάρκα κτηνάνθρωποι της Αφρικής.

Με παράξενα ξεφωνητά, άναρθρες κραυγές, χάχανα, ξεχύνονται στις γειτονιές του χωριού ψάχνοντας πρώτα για κρασί. Οπου συντυχαίνουν βαρέλι, µε πιστολιές ανοίγουν τρύπες. Οπως κρουναλιαζει από το βαρέλι το κρασί, βάζουν το στόµα του και πίνουν, πίνουν! Γύρω από ένα βαρέλι, δέκα δεκαπέντε µαύροι, κολληµένοι στο βαρέλι, µε λαχτάρα καταπίνοvν το κρασι που ξεπετιέται απ’ τις τρύπες. ‘ Αφού πιουν κάµποσο, κοιλιωνται µεθυσµένοι. Τη θέση τους παίρνοvν άλλοι αραπαδες που διψασµένοι καρτερούσανε να κολλήσουν το στόµα τους στις τρυπιµένες δούγες τού βαρελιού.

Πού να τους προκανουν οι κάνουλες των βαρελιών… Σ’ όλα τα κατώγια που υπάρχοvν κρασοβάρελα, γίνεται αύτό. Μοιαζουν µε κουτάβια που πέφτουν πάνω στή µάνα τους σκύλα να βυζάξουν! Και µερικοι φιλότιµοι, που γιόµισαν το στοµαχι τους κρασί, στο µεθύσι τους θυµήθηκαν και το λοχαγό! Βρίσκουν το δισκοπότηρο, το γεµίζουν κρασί, και το φέρνουν τρεκλίζοντας και χαχανίζοντας να πιεί κι’ o Γάλλος λοχαγός , Αντρέ Poυέv! …

Πολλες ώρες δεν κράτησε τούτο το ξεφάντωμα. Απ’ το πολύ κρασί, όλοι οι Μαροκινοί είναι μεθυσμένοι. Αν όμως το κρασί τους έσβησε τη δίψα του πιοτού, τους άναψε τον πόθο της σάρκας. Έπρεπε τώρα κι’ απ’αυτή να ξεδιψάσουν.

ΑγριόΘηροι, μ’ άφρισμένα χείλια ξαπολιώνται και χυμάνε μέσα στα σπίτια, αποζητώντας ανθρώπινη σάρκα. Στ’ αντίκρυσμά τους οι χωριάτες τρομαγμένοι πηδάνε απ’ τα παράθυρα να γλυτώσοvν. Το σκοτάδι γεμίζει από γυναικεία στριγγλίσματα, κλάματα, σπαραχτικά ξεφωνητά κι’ απ’ το διαβολικό γέλιο και τα ουρλιάσματα των μαύρων. Μια οργιαστική άλλα και τραγική νύχτα. Ζήτημα, αν στου πολέμου τη θύελλα, δοκίμασε ενα τέτοιο αλλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης.

Όσες απ’ τις γυναίκες, νιες, γριές, δεν προκάνοvν να φύγovv, με ρόπαλα, με τα δόντια και νύχια, παλεύουν να γλυτώσοvν το βιασμό.’ Αρκετές τα καταφέρνουν. ‘Άλλες όμως, λαβωμένες, λιπόθυμες, ξεψυχισμένες, αφήνονται στα χέρια των Μαροκινών. Βιάζονται απανωτά. Κορίτσια ξεπαρθενεύουνται, μεσόκοπες και τρεμογόνατες γριες βιάζονται, ακόμα και γέροι παραφύση!… Με σκισμένα ρούχα, ξεσκισμένες σάρκες, μ’ ανείπωτα μαρτύρια στο κορμί, αφού τα χορτάσοvν οι ύαινες της Αφρικής, παρατάνε τα θύματά τους; Μέσα σε λίμνη από αίμα …

Η αμόλευτη ηθική της χώρας μας, που τόσο αγνή βαστάχτηκε απ’ τις Έλληνίδες, με κάνει να μην αναφέρω ονόματα συγκεκριμένα αν κι εχω. Τους φτάνει το άθελο και μαρτυρικό ντρόπιασμά τους! Aς μείνουν ανώνυμες στην ιστορία της Κατοχής οι ηρωίδες αυτέs. Το στεφάνι της «ομολογήτριας» για πάντα θα τις συντροφεύει.

Δεν μπορώ όμως να κρύψω και μερικά περιστατικά. Τα ανθρωπόμορφα θεριά μπαίνοvν στο σπίτι της Χ. Κ. που τη βρίσκουν λεχώνα να βυζαίνει το βρέφος. Άρπάζουν το βυζασταρουδι και το πετάνε στην αυλή. Υστερα ρίχνονται να τη βιάσουν. Της ξεσκίζοvν τα ρούχα, της ματώνοvν το κορμί, μα κείνη αντιστέκεται ηρωϊκά. Ενα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι την παραδίνει στα χέρια τους, λιπόθυμη. Σ’ αλλο σπιτικό, βρίσκουν στο παραγώνι να κοίτεται ή κουτση και τυφλή ογδοντάχρονη Β. ‘Αχ. Της ρίχνονται. Με χοντρο δαυλί ή γρια χτυπάει στο κεφάλι δυνατά κάποιον άπ’ αυτούς· τουτο άγριευει τους συντρόφουs του. Τη βιάζουν µ’ ανείπωτα µαρτύρια. Υστερα, αρπάζουν αναμµένα δαυλια καί της τα χώνουν στιs µασχάλεs, στο στήθος και στο γεννητικό τηs οργανο. Υστερα τη σκοτώνουν.

Άλλού πάλι ό σαρανταπεντάρηs Θ. Μ. παλεύει να υπερασπιστή κάτι γυναίκες. Τον σκοτώνουν κι ύστερα ασελγούν στο κουφάρι του. Το ίδιο και το Θ. Τ 60. Σε κάποιο φτωχοκάλυβο ανήµποροs βρίσκεται στο στρωµα έβδοµηνταχρονίτηs γέροντας. Ούτε τα χρόνια ούτε ή κατάστασή του εµποδίζουν τους άραπάδεs άπανωτα να άσελγήσουν …

Η αφροδίσια µανία των Μαροκινών δεν περιορίζεται στουs άνθρώπουs. Ό πριαπισµοs τους σπρώχνει άκόµα καί στην κτηνοβασία. Ανάµεσα στα πλιάτσικα που εχουν συνάξει στο πλάτωµα του χωριου, είναι καί µια γαϊδούρα. Οι Ναζί τη χαρίζουν στουs µαύροvs να ξεσπάσουν τη σαρκική τους µανία. Με µια συµφωνία. Ή κτηνοβασία να γίνει µπροστα σ’ όλοvs. Οί µεθυσµένοι κτηνάνθρωποι δέχονται. Πολλοί Γερµανοί συνάζονται να παρακολουθήσουν το σεξουαλικό αυτό θέαµα.

Οι µαύροι φέρνουν τη γαϊδούρα ανάµεσα στουs συγκεντρωµένοvs αφέντεs τους, να ξεπληρώσουν τη σαρκική τους υπόσχεση. Ενας άπ’ τους Μαροκινούς κρατάει το ζωντανο άπ’ το χαλινάρι, άλλοs σηκώνει καί βαστάει την ουρα για να εύκολύνει τον επιβήτορα, ενω ό τρίτοs κάνει χρέη γαϊδάρου! … Ολοτρίγυρα οί Ναζί διασκεδάζουν χαχανίζονταs και χειροκροτάνε το άπίθανο αυτό σύµπλεγµα! … Γελάνε, ενώ θάπρεπε να κρύβουν το πρόσωπό τους άπο ντροπή για τους συντρόφουs τους στον πόλεµο! Το µαρτύριο του ζωντανου δεν τελειώνει µε το έναν. Κρατάει κάµποσο. Γιατί αρκετοί µαύροι παίρνουν τη θέση του γαϊδάρου … Κι’ ολόγυρα οι θεατές Ουννοι, µε ξεφωνητά τους ξεθαρρεύουν!… Στην πολύτοµη µαύρη ίστορία των Γερµανών που αφήσανε για τούτο τον πόλεµο, οι σελίδεs τoυs για την Καλοσκοπή θα είναι οι διαλεχτότερεs!

Αργά, υστερα απ’ το µεσονύχτι, περίπολα απ’ τους άλλους µισθοφόρους γυρόφερναν τις γειτονιές του χωριού καί περιµάζευαν τους αραπάδες. Οι πιο πολλοί πεσµένοι µέσα στα σοκκάκια αναίσθητοι απ’ το µεθύσι. Παράξενη σιωπή γεµίζει τη νύχτα, λεs και τίποτα δε γίνηκε. Ανάρια και που από κάποιο σπίτι ακούγεται γυναικείο κλάµα ή βαρύς αναστεναγμός απ’ τα βάθη της πονόδαρτης ψυχής της. Δερνοκοπιώνται για το στανικό ντρόπιασμά τους, το ανάκουστο πάθημά τους … Η δεύτερη πράξη απ’ το δράμα της Καλοσκοπήs έκλεισε με τα αιματοστάλαχτα όργια και την κτηνοβασία των Μαροκινών τη νύχτα της 17 προs τις 18 του Απρίλη 1944. Τα ξημερώματα θ’ άρχιζε η τρίτη πράξη…

Και συνεχίζει ο Τάκης Λάππας περιγράφοντας την πλήρη καταστροφή του χωριού από τους ναζί. Νομίζω ότι η μαρτυρία είναι συγκλονιστική και δεν υπάρχουν πολλά να προστεθούν. Μόνο να σημειώσω ότι κάθε πληροφορία ή μαρτυρία στο θέμα της έλευσης Αράβων μισθοφόρων που πολέμησαν μαζί με τους Ναζί στη σκλαβωμένη Ελλάδα το ’41-’44 μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Το ίδιο και κάθε αντίρρηση αναγνώστη ή γραπτή πηγή που να τεκμηριώνει παρουσία και συμμετοχή Αράβων στρατιωτών κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα. Επιπλέον να γράψω ότι στη Βοιωτία έχω ακούσει από γεροντότερους για «μαύρους» ναζί, αλλά δεν είχα δώσει σημασία καθώς μου φαινόταν απίστευτο οι Αριοι Ναζί να επιστρατεύουν Αραβες σημίτες. Τέλος δυο πραγματολογικά στοιχεία. Το χωριό Καλοσκοπή όπου συνέβησαν τα γεγονότα βρίσκεται στην ορεινή Φωκίδα στις πλαγιές της Γκιώνας. Παλαιότερα ονομαζόταν Κουκουβίστα -όνομα με σλαβική πιθανότατα προέλευση και ετυμολογία. Ο Τάκης Λάππας είναι ο σημαντικότερος Λιβαδείτης λόγιος του 20ού αιώνα. Λογοτέχνης, μάστορας της δημοτικής γλώσσας και αφηγητής τιμήθηκε με πολλά βραβεία ενώ το όνομά του φέρει οδός στη Λιβαδειά. Ως ιστοριοδίφης-ιδιότητα που μας ενδιαφέρει εδώ- υπήρξε κορυφαίος και κυρίως ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα των πηγών του παρότι ασχολήθηκε με πολλά και δύσκολα ιστορικά θέματα της Επανάστασης του 1821 αλλά και μετέπειτα. Το βιβλίο «Ματοβαμμένες Δάφνες της Ρούμελης. Αγώνες-Θυσίες 1941-1944» απ’όπου, όπως είπα πήρα τα αποσπάσματα, εξεδόθη το 1982.


https://averoph.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου