Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Γράφει ο Ιστορικός Βασίλειος Αναστασόπουλος

1. Εισαγωγή

Η επιθυμία των βαλκανικών κρατών –Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία– για οριστική αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας οδήγησε στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 στη σύμπραξη κατά της ασθμαίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνησητης Τουρκίας να αποδεχθεί ριζικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των χριστιανικών πληθυσμών είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη του πολέμου, ο οποίος ονομάστηκε Α΄Βαλκανικός Πόλεμος. Παρά το γεγονός ότι μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών κρατών είχαν συναφθεί αμυντικές συνθήκες και συμφωνίες, ωστόσο εισήλθαν στον πόλεμο χωρίς κοινό σχέδιο επιχειρήσεων.

2. Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού

2.1 Επιχειρήσεις στη Θεσσαλία και στην κεντρική Μακεδονία
2.1.1. Δυνάμεις Αντιπάλων

Σύμφωνα με το σχέδιο επιστράτευσης του 1912, συγκροτήθηκαν δύο στρατηγεία, το Γενικό Στρατηγείο Στρατού Θεσσαλίας υπό την αρχιστρατηγία του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στην περιοχή της Λάρισας, και το Στρατηγείο Στρατού Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, στην περιοχή της Άρτας.
Ο Στρατός Θεσσαλίας διέθετε 7 μεραρχίες Πεζικού, 1 ταξιαρχία Ιππικού και 4 τάγματα Ευζώνων, συνολικής δύναμης 100.000 ανδρών, και το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 1912 συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Λάρισας. Η ζώνη ευθύνης του Στρατού Θεσσαλίας εκτεινόταν από το Σπερχειό ποταμό μέχρι τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους στη Θεσσαλία.
Ο Στρατός Ηπείρου διέθετε μία μεραρχία Πεζικού, η οποία αργότερα (12Δεκεμβρίου 1912) ονομάστηκε VIII Μεραρχία, συνολικής δύναμης περίπου 10.500 ανδρών, και ολοκλήρωσε τη συγκέντρωσή του στην περιοχή της Άρτας στις 4 Οκτωβρίου με ζώνη ευθύνης δυτικά του Αχελώου ποταμού.
Πλέον του τακτικού στρατού, συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα τάγματα, αποσπάσματα και εθελοντικά σώματα, όπως των Κρητών, Ηπειρωτών, Μακεδόνων, με επικεφαλής οπλαρχηγούς ή αξιωματικούς, και το ιταλικό Σώμα των Γαριβαλδινών (σ.1) με επικεφαλής τον φιλέλληνα Στρατηγό Ricciotti Garibaldi.
Αντικειμενικός σκοπός του ελληνικού στρατού σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία ήταν η συντριβή του τουρκικού στρατού στη Μακεδονία και η ενεργός άμυνα στην Ήπειρο μέχρι να κριθεί ο αγώνας στη Μακεδονία.
Οι τουρκικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν σε δύο στρατιές, τη Στρατιά Θράκης και τη Στρατιά Μακεδονίας, συνολικής δύναμης 340.000 πεζών, 6.000 ιππέων και 850πυροβόλων. Η Στρατιά Μακεδονίας, υπό τον Ali Risa Pasha, θα πολεμούσε εναντίον των Ελλήνων, των Σέρβων και των Μαυροβουνίων. Έναντι του ελληνικού Στρατού Θεσσαλίας έδρασε το 8ο Έκτακτο Σώμα Στρατού υπό τον Στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασά, συνολικής δύναμης περίπου 35.000 ανδρών, με αποστολή να αμυνθεί στα Στενά του Σαρανταπόρου και να ανακόψει την προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Κεντρική Μακεδονία.

2.1.2. Επιχειρήσεις μέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης

Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Στρατός Θεσσαλίας άρχισε να προελαύνει πέρα από τα ελληνο – τουρκικά σύνορα, με σκοπό την απώθηση και συντριβή τουτουρκικού στρατού. Ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας απελευθέρωσε την Ελασσόνα (6Οκτωβρίου), ενώ το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, στα δυτικά, μετά από σύντομο αγώνα, απελευθέρωσε τη Δεσκάτη.
Με βάση τις πληροφορίες για τον εχθρό και κυρίως από τη μελέτη του εδάφους, το Γενικό Στρατηγείο εκτιμούσε ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα συγκεντρώνονταν στα Στενά του Σαρανταπόρου, για να ανακόψει την προέλαση του ελληνικού στρατού. Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου είναι φύσει οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Οι τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων – Βογγόπετρας φράσσουν τις κατευθύνσεις Ελασσόνα – Σέρβια και Δεσκάτη – Λαζαράδες – Σέρβια. Τις τοποθεσίες αυτές υπεράσπιζαν δύο τουρκικές μεραρχίες και είχαν οργανωθεί αμυντικά κάτω από την επίβλεψη του Γερμανού Στρατηγού Colmar von der Goltz.
Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας (σ.2) του Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού.
Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν, επίσης, και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από την περιοχή του χ. Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας, προς την Κοζάνη.
Στις 9 Οκτωβρίου η Στρατιά επιτέθηκε με τρεις μεραρχίες στο κέντρο (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ Μεραρχίες), στο δεξιό πλευρό το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στο αριστερό την IV Μεραρχία και στο άκρο αριστερό της διάταξης την V Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη.
Ο αγώνας στο κέντρο διεξήχθη με δυσκολία λόγω του ισχυρώς οργανωμένου αντιπάλου και των σοβαρών εδαφικών δυσχερειών, επιφέροντας μεγάλες και σοβαρές απώλειες στις μεραρχίες του κέντρου. Ωστόσο, η IV Μεραρχία που ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης κατόρθωσε το βράδυ της ίδιας ημέρας να ανατρέψει τις τουρκικές δυνάμεις σταχ. Κεφαλολίβαδο και Μεταξάς και προωθημένα τμήματά της να φθάσουν στα Στενά της Πόρτας, πίσω από το Σαραντάπορο.
Μόλις οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας και μπροστά στον κίνδυνο της αποκοπής της οδού σύμπτυξης και της αιχμαλωσίας του όγκου των δυνάμεων τους, συμπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας προς την Κοζάνη χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις ελληνικές δυνάμεις.
Η νικηφόρα έκβαση του διήμερου αγώνα στην τοποθεσία Σαρανταπόρου – Λαζαράδων άνοιξε τις πύλες για τη συνέχιση της προέλασης της Στρατιάς και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Στις 10 Οκτωβρίου κατελήφθησαν τα Σέρβια και την επομένη η Κοζάνη. Στις 13 Οκτωβρίου ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας βρισκόταν στο υψίπεδο της Κοζάνης, απ’ όπου μπορούσε να στραφεί είτε ανατολικά προς τη Βέροια είτε προς τα βόρεια.
Η VII Μεραρχία κινήθηκε προς τα Στενά της Πέτρας, το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη προς τα Γρεβενά και η Ι Μεραρχία νότια του Αλιάκμονα στο χ. Βελβεντός. Εκείνη τη χρονική στιγμή το Γενικό Στρατηγείο είχε την πρόθεση να κινηθεί με τον όγκο των δυνάμεων πρώτα προς το Μοναστήρι και μετά προς Βέροια – Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, η κυβέρνηση, έχοντας εξακριβωμένες πληροφορίες ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να καταλάβει οπωσδήποτε τη Θεσσαλονίκη προτού καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό, έστειλε στις 12 Οκτωβρίου στον αρχηγό του Στρατού Θεσσαλίας τηλεγράφημα (σ.3), με το οποίο του γνώριζε ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν τη γρήγορη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Παρόμοια σύσταση έκανε την ίδια ημέρα και ο υπουργός Εξωτερικών.
Αλλά το Γενικό Στρατηγείο επέκρινε με τηλεγράφημά (σ.4) του προς το Υπουργείο Εξωτερικών τις επεμβάσεις του στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατόπιν επιτακτικής και κατηγορηματικής διαταγής του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου για άμεση στροφή της Στρατιάς προς απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και να εκδώσει διαταγή για στροφή και προέλαση προς Θεσσαλονίκη.
Τις επόμενες ημέρες ο Στρατός Θεσσαλίας προέλασε προς τη Βέροια με την VII Μεραρχία να καλύπτει το δεξιό πλευρό του, με κατεύθυνση την Κατερίνη, και την V Μεραρχία να κινείται στα αριστερά, με κατεύθυνση την Πτολεμαΐδα – Στενά Κλειδιού.
Ταυτόχρονα, οι σερβο – βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το Ιστίπ και ένα βουλγαρικό απόσπασμα το Νευροκόπι. Το βράδυ 15/16 Οκτωβρίου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τη Βέροια και την Κατερίνη, και στη συνέχεια συμπτύχθηκαν προς τα ανατολικά. Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου η Στρατιά βρισκόταν στην πεδιάδα της Βέροιας με την V Μεραρχία νακαλύπτει τα νώτα της στην περιοχή του Αμυνταίου και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη στα Γρεβενά.
Το Γενικό Στρατηγείο, έχοντας υπόψη του τα μειονεκτήματα της κίνησης του όγκου της Στρατιάς νότια των Γιαννιτσών, είτε ο εχθρός βρισκόταν ανατολικά του Λουδία ποταμού είτε βόρεια της λίμνης, αποφάσισε να ακολουθήσει την κατεύθυνση βόρεια της λίμνης με τον όγκο του στρατού και να προωθήσει τμήματά του μόνο νότια αυτής.
Επίσης, εκτιμούσε, χωρίς όμως να έχει σαφή εικόνα για τις τουρκικές δυνάμεις, ότι η προέλαση προς τα Γιαννιτσά θα γινόταν χωρίς σοβαρή εμπλοκή με τον εχθρό, ο οποίος, κατά τις εκτιμήσεις, προπαρασκευαζόταν για άμυνα στην περιοχή του Αξιού ποταμού.
Με βάση τα παραπάνω καθορίστηκε για την 19η Οκτωβρίου η προέλαση του όγκου της Στρατιάς προς τον Αξιό ποταμό, δια της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών, ενώ για την κάλυψη του δεξιού πλευρού της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία διατέθηκε η VII Μεραρχία, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και η Ταξιαρχία Ιππικού.
Η τοποθεσία των Γιαννιτσών, παρά το μειονέκτημα ότι είχε στα νώτα της τον Αξιό ποταμό, φράσσει την κύρια οδική αρτηρία από την Έδεσσα προς τη Θεσσαλονίκη, επιτρέπει την επάνδρωσή της με σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και στηρίζει τα πλευρά της στο όρος Πάικο από τα βόρεια και στη λίμνη από τα νότια. Την τοποθεσία υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, μαζί με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τη Βέροια και την Κοζάνη, ενώ νότια της λίμνης βρίσκονταν τμήματα της 22ης Μεραρχίας και της Μεραρχίας Εφέδρων Νεάπολης.
Από το πρωί της 19ης Οκτωβρίου και με βάση τη διαταγή επιχειρήσεων άρχισε η προέλαση της Στρατιάς προς τα ανατολικά. Κατά τιςτελευταίες απογευματινές ώρες, η VI Μεραρχία, που ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης, κατόρθωσε να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία και τμήματά της να φθάσουν στα νότια του χ. Πενταπλάτανος. Οι προϋποθέσεις για τη νίκη του ελληνικού στρατού είχαν δημιουργηθεί και την επομένη οι σφοδρές επιθέσεις των II και IV Μεραρχιών σε συνδυασμό με τη διείσδυση της VI Μεραρχίας ανάγκασαν τις τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν μπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν.
Παράλληλα, στο νότιο τομέα, η VII Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού, λόγω αδυναμίας συντονισμού, δεν εκμεταλλεύθηκαν την επιτυχή διάβαση του Λουδία ποταμού και δεν καταδίωξαν τα συμπτυσσόμενα τουρκικά τμήματα προς τις γέφυρες του Αξιού.
Ενώ διεξαγόταν η μάχη των Γιαννιτσών, η V Μεραρχία, που είχε οριστεί να καλύπτει τη Στρατιά από τα βορειοδυτικά και βρισκόταν στην περιοχή του Αμυνταίου, άρχισε να προελαύνει προς το Μοναστήρι, θεωρώντας ο διοικητής της ότι απέναντι του βρίσκονταν ελάχιστες τουρκικές δυνάμεις χωρίς ηθικό και διάθεση για αντίσταση. Ωστόσο, η προέλαση της μεραρχίας διακόπηκε απότομα λόγω της εμφάνισης ισχυρών τουρκικών δυνάμεων που άνηκαν στη 17η Μεραρχία, με αποτέλεσμα να μεταπέσει σε άμυνα στην περιοχή του Αμυνταίου, ενώ ζήτησε την αποστολή ενισχύσεων από το Γενικό Στρατηγείο.
Το βράδυ 23/24 Οκτωβρίου τμήματα της μεραρχίας προσβλήθηκαν από ένα μικρό τουρκικό απόσπασμα, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να προκαλέσει αδικαιολόγητο πανικό και σύγχυση σε ολόκληρη τη μεραρχία. Τελικά, μετά και την άφιξη των ενισχύσεων, το μέτωπο στη δυτική Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και οι εκεί μονάδες εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα βορειοδυτικά της Κοζάνης, αναμένοντας την άφιξη της Στρατιάς.

2.1.3. Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, ο Στρατός Θεσσαλίας έλαβε όλα τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα προκειμένου να διαβεί τον Αξιό ποταμό και στη συνέχεια να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι στις 25 Οκτωβρίου οι I, II, III και IV Μεραρχίες πραγματοποίησαν τη διάβαση του ποταμού. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, στη Θεσσαλονίκη, οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων, λόγω της προέλασης του ελληνικού στρατού, έπεισαν τον αρχηγό του τουρκικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, Χασάν Ταχσίν Πασά, να έλθει σε διαπραγματεύσεις, για να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία.
Πράγματι, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων και τον Στρατηγό Sefik Pasha συναντήθηκε με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και υπέβαλε τις προτάσεις του Χασάν Ταχσίν Πασά, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Την επομένη επανήλθε ο Sefik Pasha με νέες προτάσεις, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν και αυτές και ο Τούρκος στρατηγός ζήτησε και πήρε δίωρη προθεσμία για να απαντήσει. Ωστόσο, η διορία πέρασε χωρίς να δοθεί η αναμενόμενη απάντηση από την τουρκική πλευρά.
Παράλληλα, ο ελληνικός στρατός άρχισε από το πρωί της 26ης Οκτωβρίου να κινείται προς τις θέσεις εξόρμησής του, ενώ εντοπίστηκαν σερβο – βουλγαρικά τμήματα να κινούνται προς τη Θεσσαλονίκη. Η προώθηση των ελληνικών μεραρχιών συνεχίστηκε και η κύκλωση του τουρκικού στρατού γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική, αναγκάζοντας τον Χασάν Ταχσίν Πασά να παραιτηθεί από τις αξιώσεις (σ.5) του και να αποδεχτεί όλους τους όρους του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Παράλληλα, η VII Μεραρχία και το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου έλαβαν διαταγή να σπεύσουν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα στάλθηκε επιστολή στο διοικητή των βουλγαρικών δυνάμεων που κινούνταν προς τη Θεσσαλονίκη, η οποία τον πληροφορούσε για την επικείμενη μέχρι το βράδυ κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό (σ.6).
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου η ελληνική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού Βίκτωρα Δούσμανη, τον Λοχαγό Μηχανικού Ιωάννη Μεταξά και τον πολιτικό σύμβουλο του στρατηγείου Ίωνα Δραγούμη, συνυπέγραψαν με τον Χασάν Ταχσίν Πασά το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του τουρκικού στρατού (σ.7), ενώ την επομένη υπογράφηκε συμπληρωματικό πρωτόκολλο (σ.8) που ρύθμιζε διάφορες λεπτομέρειες.
Συνολικά παραδόθηκαν 25.000 οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωματικοί, ενώ περιήλθαν στην κατοχή του ελληνικού στρατού 70 πυροβόλα, 30πολυβόλα, 1.200 ίπποι και άφθονο υλικό κάθε κατηγορίας. Τις μεσημβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου με τμήμα ιππικού εισήλθαν στην πόλη, ενώ η VII Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, παρά τις επιστολές που είχε λάβει από τον Έλληνα αρχιστράτηγο για παράδοση του τουρκικού στρατού και της πόλης.
Στις 11:00 της 28ης Οκτωβρίου ο αρχιστράτηγος με το επιτελείο του εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, όπου επακολούθησε δοξολογία και παρέλαση της μεραρχίας. Στο μεταξύ, μετά από συνεχείς εκκλήσεις του Βούλγαρου στρατηγού για είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, αποφασίστηκε κατόπιν διαβουλεύσεων η είσοδος μόνο δύο ταγμάτων (σ.9) το πρωί της 29ης. Επίσης, το σερβικό σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη στις 28 Οκτωβρίου και, αφού ο Σέρβος διοικητής απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Έλληνα αρχιστράτηγο, αναχώρησε για τη Γευγελή. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο έλαβε άμεσα μέτρα για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής και των εδαφών που είχαν απελευθερωθεί, προκείμενου να εμποδιστεί η προσπάθεια της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας να προκαταλάβει ελληνικές περιοχές, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συμμαχικές υποχρεώσεις.
Η ενίσχυση των ελληνικών φρουρών στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στην Αριδαία και στη Χαλκιδική ακύρωσε τα βουλγαρικά σχέδια, όμως οι ενέργειες αυτές των Βουλγάρων προκάλεσαν προστριβές μεταξύ των συμμαχικών βαλκανικών κρατών. Τα βουλγαρικά τμήματα που εισήλθαν και στάθμευσαν στην πόλη προκαλούσαν σκόπιμα προβλήματα και υπέθαλπταν την αταξία με σκοπό να εμφανιστεί η Ελλάδα στις Μεγάλες Δυνάμεις αδύναμη να επιβάλλει την τάξη στις περιοχές που απελευθέρωσε ο ελληνικός στρατός (σ.10).
Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετά την αναχώρηση της βουλγαρικής μεραρχίας για την Ανατολική Θράκη, όπου η εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους. Οι πραγματικές προθέσεις της Βουλγαρίας διαφάνηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οριστικής ειρήνης που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο μεταξύ των εμπολέμων, οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας. Στο διάστημα των διαπραγματεύσεων, η ελληνική και βουλγαρική αντιπροσωπεία συζήτησαν τη ρύθμιση των εδαφικών διαφορών τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα λόγω των υπερβολικών αξιώσεων της Βουλγαρίας (σ.11).

2.1.4 Επιχειρήσεις στη δυτική Μακεδονία

Με βάση την κατάσταση που επικρατούσε στη δυτική Μακεδονία, το Γενικό Στρατηγείο έθεσε ως προτεραιότητα τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς το Μοναστήρι με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων που υποχωρούσαν προς τα νότια κάτω από την πίεση των Σέρβων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι δυνάμεις αυτές θα ενσωματώνονταν στη δύναμη του τουρκικού στρατού που είχε αναπτυχθεί στην Ήπειρο. Οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μακεδονία συγκροτήθηκαν σε τρεις ομάδες (σ.12), την Αριστερή, Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία, Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη και διάφορα άλλες μονάδες) (σ.13) με αποστολή την ανασύνταξη και αναδιοργάνωση της V Μεραρχίας στην Κοζάνη, την Ομάδα του Κέντρου, με τις I, III, IV και VI Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού (-), με αποστολή τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων που βρίσκονταν στο υψίπεδο της Φλώρινας και στην περιοχή του Μοναστηρίου, και τη Δεξιά (ΙΙ και VII Μεραρχίες, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού) με αποστολή την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης.
Μέχρι τις 2 Νοεμβρίου οι μεραρχίες της Ομάδας του Κέντρου ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωσή τους στην περιοχή της Έδεσσας, από όπου θα κατευθύνονταν προς το υψίπεδο της Φλώρινας. Στο μεταξύ, το Υπουργείο Στρατιωτικών πληροφόρησε το Γενικό Στρατηγείο ότι η Τουρκία ζήτησε από τη Βουλγαρία ανακωχή και παράλληλα συνιστούσε την επίσπευση της προέλασης τουστρατού προς το Μοναστήρι (σ.14).
Από τις 3 Νοέμβριου και τις επόμενες ημέρες η V Μεραρχία κινήθηκε από την Κοζάνη προς τα βόρεια, ανατρέποντας ισχυρή αντίσταση των τουρκικών τμημάτων σταχ. Μαυροπηγή και Κόμανος, η IV Μεραρχία κινήθηκε από το χ. Γραμματικό και προώθησε τμήματά της μέχρι τα υψώματα νοτιο – ανατολικά της Άρνισσας, η VI Μεραρχία προέλασε προς την Άρνισσα, όπου η εμπροσθοφυλακή της προσβλήθηκε αιφνιδιαστικά από τα αμυνόμενα εκεί τουρκικά τμήματα, η III Μεραρχία κινήθηκε βόρεια της VI Μεραρχίας και προωθήθηκε στο χ. Πάτημα χωρίς σοβαρές δυσκολίες, ενώ η Ι Μεραρχία κινήθηκε προς το χ. Άγρας. Μετά από διαδοχικές μάχες στο χ. Κόμανος, στην Άρνισσα και στη Στενωπό του Κλειδίου, η προέλαση των μονάδων της Στρατιάς συνεχίστηκε προς το υψίπεδο της Φλώρινας από το πρωί της 7ης Νοεμβρίου. Κατά τις μεσημβρινές ώρες, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη της Φλώρινας και ενημέρωσε (σ.15) το Γενικό Στρατηγείο για τη σύμπτυξη μέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι μεγάλης τουρκικής φάλαγγας που προερχόταν από το Μοναστήρι.
Η καταδίωξη των υποχωρούντων τουρκικών τμημάτων συνεχίστηκε από το 1ο Σύνταγμα Ιππικό, ενώ στάλθηκε μια ίλη Ιππικού προς την Καστοριά, η οποία ήδη είχε εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους, με αποτέλεσμα στις 12 Νοεμβρίου η πόλη να απελευθερωθεί. Παράλληλα, στάλθηκε το Απόσπασμα Δυτικής Μακεδονίας, που βρισκόταν στη Νεάπολη -Γρεβενά, ως ενίσχυση της Φρουράς του Μετσόβου που απειλούνταν από επίθεση μεγάλης τουρκικής δύναμης (σ.16).
Στο χρονικό διάστημα 13 – 18 Νοεμβρίου δεν έλαβαν χώρα σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις και οι δραστηριότητες των μονάδων της Στρατιάς περιορίστηκαν κυρίως σε θέματα αναδιάταξης και ανασυγκρότησής τους. Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε τμήμα στρατιάς από τις III, V, VI Μεραρχίες και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας από την κατεύθυνση της Κορυτσάς (σ.17). Οι I και IV Μεραρχίες μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Οι πληροφορίες για τη δύναμη του τουρκικού στρατού στην περιοχή της Κορυτσάς, από τη διάβαση της Ντάρδας μέχρι το χ. Γκολομπόρντα, ανερχόταν σε περίπου 13 τάγματα Πεζικού (σ.18).
Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Τμήματος Στρατιάς για τη διάνοιξη της διάβασης Μπίγλιστας άρχισαν στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ τις προηγούμενες ημέρες είχαν λάβει χώρα τουρκικές επιθέσεις κατά των προωθημένων ελληνικών τμημάτων. Από την πρώτη ημέρα της επίθεσης οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να καταλάβουν τους ανατιθέμενους αντικειμενικούς σκοπούς παρά τη σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων τουρκικών τμημάτων. Η ευόδωση των επιχειρήσεων και η κατάληψητης Μπίγλιστας επέτρεψε στις ελληνικές μεραρχίες να συνεχίσουν την επιθετική τους ενέργεια την επομένη προς τη Στενωπό Τσαγκόνι.
Η επιθετική ορμή των ελληνικών δυνάμεων ήταν τέτοια ώστε, παρά τις δυσμενείς καιρικές και εδαφικές συνθήκες, κάθε αντίσταση των Τούρκων ανετράπη και στις 7 Δεκεμβρίου η Ημιλαρχία της ΙΙΙ Μεραρχίας εισήλθε στην ερημωμένη από Τούρκους πόλη της Κορυτσάς. Με διαταγή, το Απόσπασμα της V Μεραρχίας, σε συνεργασία με το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, ανέλαβε την καταδίωξη των Τούρκων μέχρι την κατάληψη της Στενωπού Κιάρι, την οποία κατείχαν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Ωστόσο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους επειδή απειλούνταν να κυκλωθούν και συμπτύχθηκαν προς τα νότια. Στις αρχές Δεκεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε τη διάλυση του Τμήματος Στρατιάς (σ.19) και έτσι η VI Μεραρχία και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού μεταστάθμευσαν στη Φλώρινα και από εκεί μεταφέρθηκαν αργότερα στη Θεσσαλονίκη (σ.20), το Απόσπασμα της V Μεραρχίας κινήθηκε προς την Κοζάνη προκειμένου να επανενταχθεί στον οργανικό σχηματισμό του και η ΙΙΙ Μεραρχία παρέμεινε στην Κορυτσά με αποστολή να εξασφαλίσει το υψίπεδο της Κορυτσάς από τα νότια και τα δυτικά. Ο ελληνικός στρατός έγινε κύριος ολόκληρης της δυτικής Μακεδονίας και του υψιπέδου της Κορυτσάς, υποχρεώνοντας τις εκεί τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν είτε προς το εσωτερικό της Αλβανίας είτε προς τα Ιωάννινα.

2.2 Επιχειρήσεις στην Ήπειρο

2.2.1. Δυνάμεις Αντιπάλων

Την ημέρα της κήρυξης του πολέμου ο Στρατός Ηπείρου διέθετε 8 τάγματα, 3 ανεξάρτητες μοίρες Πυροβολικού, 1 ίλη Ιππικού και 1 λόχο Μηχανικού, συνολικής δύναμης περίπου 10.500 ανδρών. Συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Άρτας, κατά μήκοςτης ανατολικής όχθης του Αράχθου ποταμού, στις 4 Οκτωβρίου, με αποστολή (σ.21) την εξασφάλιση της μεθορίου από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι το Μέτσοβο, μέχρι να κριθούν οι επιχειρήσεις στη Μακεδονία. Στην Ήπειρο, οι Τούρκοι διέθεταν το Σώμα Στρατού Ιωαννίνων, υπό τον Εσσάτ πασά, που περιλάμβανε την 23η Μεραρχία Κληρωτών και την 23η Μεραρχία Εφέδρων, συνολική δύναμης περίπου 20.000 ανδρών, με έδρα τα Ιωάννινα. Παράλληλα, προβλεπόταν να συγκροτηθούν και διάφορα σώματα ατάκτων Τουρκαλβανών.

2.2.2  Επιχειρήσεις μέχρι την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Παρά το γεγονός ότι ο Στρατός Ηπείρου είχε αμυντική αποστολή, ο διοικητής του αποφάσισε να επιτεθεί στις 6 Οκτωβρίου, προκειμένου να καταλάβει την οικονομικότερη και φύσει ισχυρότερη τοποθεσία των υψωμάτων του Γριμπόβου, δυτικά του Αράχθουποταμού. Έτσι, το 7ο Τάγμα Ευζώνων, υποστηριζόμενο από το πυροβολικό, διήλθε τηγέφυρα της Άρτας και, αφού ανέτρεψε τις δυνάμεις των τουρκικών φυλακίων, κινήθηκε προς τα υψώματα του Γριμπόβου, ενώ ακολούθησαν και τα υπόλοιπα τμήματα που συμμετείχαν στην επίθεση. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε τη διαπεραίωση του όγκου του Στρατού Ηπείρου δυτικά του Αράχθου την επόμενη ημέρα, ενώ η αίτηση του αρχηγού του Στρατού Ηπείρου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών για αποστολή ενισχύσεων και συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προς τα βόρεια απορρίφθηκε (σ.22).
Στο διάστημα 9 – 11 Οκτωβρίου σημειώθηκαν συγκρούσεις στην περιοχή των χ.Αμμότοπου, Γριμπόβου και Ανωγείου, όπου δοκιμάστηκαν σκληρά τα ελληνικά τμήματα, όμως πέτυχαν όχι μόνο να αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις τωνΤούρκων αλλά και να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους. Παράλληλα, το βράδυ 11/12 Οκτωβρίου ο Εσσάτ πασά διέταξε τη σύμπτυξη των δυνάμεων του προς τη γραμμή Χάνι Εμίν Αγά – χ. Πεστά, φοβούμενος πιθανή αποκοπή των δυνάμεων του. Η σύμπτυξη των Τούρκων επέτρεψε στον ελληνικό στρατό να απελευθερώσει τη Φιλιππιάδα στις 12 Οκτωβρίου. Η ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ήπειρο έπεισε το Υπουργείο Στρατιωτικών να τερματίσει την αμυντική στάση που μέχρι τότε τηρούσε ο Στρατός Ηπείρου και να του αναθέσει την απελευθέρωση όλης της Ηπείρου (σ.23).
Παράλληλα, το Απόσπασμα του Ταγματάρχη Σπηλιάδη άρχισε να κινείται από τις 20 Οκτωβρίου προς την Πρέβεζα με σκοπό την απελευθέρωση της πόλης, με την υποστήριξη της ναυτικής Μοίρας που βρισκόταν στον Αμβρακικό κόλπο. Η κατάληψη της Νικόπολης από το Απόσπασμα και η πίεση που άσκησαν οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων ανάγκασαντον Τούρκο διοικητή της Πρέβεζας να παραδώσει την πόλη στις 21 Οκτωβρίου.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας, το Απόσπασμα του Υπολοχαγού Μηχανικού Δημητρίου Μπότσαρη εγκαταστάθηκε αμυντικά στον Αχέροντα ποταμό, για να εξασφαλίσει το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στρατού Ηπείρου από τη θάλασσα. Στο μεταξύ, για την προστασία των χριστιανικών χωριών από τις επιδρομές των άτακτων Τουρκαλβανών, συγκροτήθηκε το Απόσπασμα του Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Σταματίου Μήτσα, το οποίο μαζί με εθελοντικά σώματα Κρητών και Ηπειρωτών Προσκόπων (σ.24). κινήθηκαν προς το Μέτσοβο και το απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, η Φρουρά Μετσόβου, κατόπιν αίτησης του Φρουράρχου, λόγω έντονης επιθετικής δραστηριότητας των Τούρκων, ενισχύθηκε από το Απόσπασμα Δυτικής Μακεδονίας, το Σώμα των Γαριβαλδινών και άλλα τμήματα (σ.25).
Με τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε από την έκρηξη του πολέμου, ο Στρατός Ηπείρου κατόρθωσε να καταλάβει την περιοχή των Πέντε Πηγαδιών, να απελευθερώσει την Πρέβεζα, το Μέτσοβο και τη Χειμάρρα (5 Νοεμβρίου) και να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της περιοχής βόρειας αυτής, που ήταν και ο τελικός αντικειμενικός σκοπός.

2.2.3 Οι επιθετικές επιχειρήσεις κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων

Στις 20 Νοεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση γνωστοποίησε στον αρχηγό του Στρατού Ηπείρου ότι επιβαλλόταν η απελευθέρωση των Ιωαννίνων πριν την κατάπαυσητων εχθροπραξιών λόγω της έναρξης των διαπραγματεύσεων ειρήνης (σ.26).
Έτσι, μέχρι στις27 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των δυνάμεων, οι οποίες συγκροτούνταν ως εξής: στα ανατολικά, το Α΄ Μικτό Απόσπασμα, στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασμα και στα δυτικά, η ΙΙ Μεραρχία, που είχε μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη. Την κυρία προσπάθεια είχε η ΙΙ Μεραρχία, ενεργώντας κατά του δεξιού των Τούρκων, οι οποίοι αμύνονταν στην ευρύτερη περιοχή των Πεστών, που αποτελούσε το προπύργιο της τοποθεσίας των Ιωαννίνων.
Στο διήμερο αγώνα (29-30 Νοεμβρίου) που ακολούθησε οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν τα Πεστά και να λάβουν στενή επαφή με την οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και υποχρεώθηκαν να ανακόψουν την προέλασή τους. Η φύσει αμυντική ισχύς του υψιπέδου Ιωαννίνων είχε επαυξηθεί από την τουρκική διοίκηση με τεχνητή οχύρωση, δηλαδή με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα που είχαν κατασκευαστεί από τον καιρό της ειρήνης. Την ευθύνη της κατασκευής των έργων είχε ο Διοικητής Πυροβολικού της Φρουράς Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχης Vechip Bey, υπό την επίβλεψη του Γερμανού Στρατηγού Von der Goltz από το 1909.
Το μεγαλύτερο βάρος της οχύρωσης είχε ριφθεί στο νότιο τομέα και κυρίως στα υψώματα της Μανολιάσας, του Αυγού και του Μπιζανίου, με σκοπό την απαγόρευση του άξονα Άρτα – Ιωαννίνων και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβουτων Ιωαννίνων. Η πρώτη επίθεση κατά της Μανολιάσας και του Μπιζανίου έγινε την 1ηΔεκεμβρίου από το Α΄ Μικτό Απόσπασμα και τη ΙΙ Μεραρχία, στα δύο άκρα, ενώ στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασμα παρέμεινε στις θέσεις του, απασχολώντας τον εχθρό. Στον τομέα της ΙΙ Μεραρχίας, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η μεραρχία αναγκάστηκε να εγκατασταθεί αμυντικά στα νότια υψώματα της Μανολιάσας λόγω σφοδρής αντεπίθεσης που εξαπέλυσε η 21η Μεραρχία που είχε έλθει από το Μοναστήρι ως ενίσχυση. Το Α΄ Μικτό Απόσπασμα εξουδετέρωσε τις τουρκικές αντιστάσεις στην περιοχή της Αετοράχης, αλλά καθηλώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου από τα πυρά του Οχυρού Μπιζανίου και παράλληλα δέχθηκε αντεπίθεση κατά των δύο πλευρών του, με αποτέλεσμα να επανέλθει στις αρχικές του θέσεις.
Οι Τούρκοι, αφού πέτυχαν να αναχαιτίσουν την ελληνική επίθεση, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και στο διάστημα 4-10 Δεκεμβρίου εξαπέλυσαν επιθέσεις σε ολόκληρο το μέτωπο. Τα ελληνικά τμήματα αντέταξαν πείσμονα αντίσταση, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες, κυρίως στον τομέα του Α΄ Μικτού Αποσπάσματος, όπου τα πυκνά και εύστοχα πυρά πυροβολικού του Οχυρού Μπιζανίου προκάλεσαν και κλονισμό του ηθικού των αντρών. Ωστόσο, οι ενισχύσεις που κατέφθασαν συνέβαλαν στη σταθεροποίηση του μετώπου και στην ύφεση της τουρκικής επιθετικότητας.
Η διαμορφωθείσα κατάσταση στην Ήπειρο και η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων στο Λονδίνο οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στην απόφαση για ταχύτερο τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Η ενίσχυση των εκεί τουρκικών δυνάμεων από την περιοχή του Μοναστηρίου και η πεποίθηση ότι ο βουλγαρικός κίνδυνος στη Μακεδονία δεν ήταν άμεσος καθόρισαν ως πρωταρχικό στόχο την ανάγκη αποστολής ενισχύσεων στην Ήπειρο. Έτσι, από τις 12 Δεκεμβρίου άρχισε η θαλάσσια μεταφορά των IV και VI Μεραρχιών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα για την άμεση ενίσχυση του μετώπου της Ηπείρου. Εκτός από τις δύο μεραρχίες, έφτασε στην Πρέβεζα, στις 29 Δεκεμβρίου, από τη Χίο, το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου).
Μετά την ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου και την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την επανάληψη των επιθετικών ενεργειών στις 5 Ιανουαρίου 1913, ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης αντικαταστάθηκε από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος με απόφαση της κυβέρνησης διοριζόταν αρχιστράτηγος όλων των ελληνικών δυνάμεων στη Μακεδονία και την Ήπειρο (σ.27).
Στις 10 Ιανουαρίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε στην Ήπειρο και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου. Παράλληλα, λήφθηκαν μέτρα για την ανάπαυση των τμημάτων της πρώτης γραμμής, τα οποία είχαν καταπονηθεί υπερβολικά από τον παρατεταμένο αγώνα. Στις 17 Ιανουαρίου ο αρχιστράτηγος, με επιστολή του προς το διοικητή του Στρατού Ιωαννίνων, Εσσάτ πασά, πρότεινε την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων, προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία και η καταστροφή της πόλης, αλλά οΤούρκος διοικητής αρνήθηκε να παραδοθεί (σ.28).
Μετά την απόρριψη των ελληνικών προτάσεων και μέχρι την εκτόξευση της επίθεσης, οι μονάδες του Στρατού Ηπείρου επιδόθηκαν στην οργάνωση και βελτίωση των θέσεων τους, στην εκτέλεση αναγνωρίσεων, στην εξασφάλιση των γραμμών ανεφοδιασμού και επικοινωνιών και στην αναδιάταξη των τμημάτων τους, ενώ δεν έλειπαν οι αναγνωριστικές επιθέσεις και οι ανταλλαγές πυρών. Στο πλαίσιο των επιτελικών προετοιμασιών, το ελληνικό σχέδιο ενεργείας, παρά το γεγονός ότι αρχικά προέβλεπε την εκδήλωση της επίθεσης με κυρία προσπάθεια κατά του Μπιζανίου, μεταβλήθηκε ριζικά. Έτσι, κατόπιν επανεκτίμησης της κατάστασης, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση κατά του δυτικού τμήματος της οχυρωμένης τοποθεσίας. Για τον καλύτερο συντονισμό των προσπαθειών, στις 19 Φεβρουαρίου 1913 οι ελληνικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν σε διοικήσεις με την εξήςδιάταξη:
Δεξιά, το Α΄ Τμήμα Στρατιάς (Ταξιαρχία Μετσόβου, VI και VIII Μεραρχίες)αναπτύχθηκε από το χ. Αετοράχη και βορειο – ανατολικότερα μέχρι το Δρίσκο.
Κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία αναπτύχθηκε στα υψώματα του χ. Θεριακήσι και το ύψωμα Αυγό.
Αριστερά, το Β΄ Τμήμα Στρατιάς συγκροτήθηκε σε τρεις φάλαγγες, στην περιοχή του Ολίτσικα και της Μανολιάσας και θα ενεργούσε την κυρία προσπάθεια. Από τα 51 τάγματα συνολικά, τα 23 διατέθηκαν κατά του μετώπου της Μανολιάσας – Τσούκας. Ο ελληνικός ελιγμός απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του Οχυρού Μπιζανίου από τα δυτικά με ταυτόχρονη εκδήλωση μετωπικής επίθεσης στον κεντρικό και ανατολικό τομέα και σε παραπλανητικές ενέργειες στην ευρύτερη περιοχή για την αγκίστρωση των εκεί τουρκικών δυνάμεων.
Από πλευράς των Τούρκων, την τοποθεσία υπερασπίζονταν η 23η Μεραρχία Ενεργού Στρατού, η 2η και 3η Έκτακτη Μεραρχία και η Μεραρχία Εφέδρων Ιωαννίνων. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία, με βάρος στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας για την απαγόρευση των κατευθύνσεων προς τα Ιωάννινα. Από τις 16 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου έγιναν όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες και η συγκέντρωση των μονάδων του Β΄ Τμήματος Στρατιάς που θα ενεργούσαν την κυρία επίθεση. Παράλληλα, η Μοίρα Ιονίου του ελληνικού στόλου εκτελούσε βολές κατά τουρκικών θέσεων στους Αγίους Σαράντα και εικονικές αποβάσεις με σκοπό την αγκίστρωση των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή. Στις 19 Φεβρουάριου το ελληνικό πυροβολικό άρχισε βολές προπαρασκευής εναντίον προκαθορισμένων στόχων στα Οχυρά Μπιζάνι και Καστρίτσα, ενέργεια που συνεχίστηκε και την επομένη, ημέρα της γενικής επίθεσης, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση στον εχθρό ότι η κύρια επίθεση θα εκδηλωνόταν κατά του Μπιζανίου.

2.2.4 Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και η εκκαθάριση της Δυτικής και Βόρειας Ηπείρου

Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση του ελληνικού στρατού κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας. Στον τομέα του Β΄ Τμήματος Στρατιάς, τα 8ο και 9ο Τάγματα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων κατόρθωσαν να πετύχουν βαθιά διείσδυση και εισχώρηση ταυτόχρονα με την 3η Φάλαγγα, αναγκάζοντας τους Τούρκους που αμύνονταν στο μέτωπο Μεγάλης Τσούκας – Μανολιάσας να υποχωρήσουν προς τα Ιωάννινα.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας τα δύο τάγματα Ευζώνων εγκατέστησαν τμήματα ασφαλείας σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα και διέκοψαν την επικοινωνία με το Μπιζάνι. Στο κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία, αφού κατέλαβε το ύψωμα Αυγό, αναγκάστηκε να αναστείλει την επιθετική της δραστηριότητα λόγω δραστικών πυρών από το Οχυρό Μπιζάνι. Παράλληλα, το Α΄ Τμήμα Στρατιάς ενήργησε μετωπική επίθεση, ενώ η Ταξιαρχία Μετσόβου κατέλαβε τα χ. Δαφνούλα και Δρίσκο, λαμβάνοντας επαφή μετμήματα της VI Μεραρχίας και αναγκάζοντας τους Τούρκους να συμπτυχθούν προς την Καστρίτσα. Η επιτυχής ενέργεια του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, ενώ τα Οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας έμεναν ανέπαφα, ανάγκασε τους Τούρκους να λάβουν την απόφαση να παραδοθούν.
Πράγματι, με διαμεσολάβηση των ξένων προξένων της Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας και Ρουμανίας, τουρκική αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου στο Χάνι Εμίν Αγά, όπου παρέδωσε επιστολή (σ.29) των ξένων προξένων. Κατόπιν σύντομης συζήτησης, επήλθε συμφωνία για την παράδοση Ιωαννίνων και των εκεί τουρκικών δυνάμεων. Το πρωί το Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου εισήλθε στην πόλη και την ίδια ημέρα υπογράφηκε και το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης (σ.30).
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έθεσε τέλος στις επιχειρήσεις, εξυψώνοντας παράλληλα ακόμα περισσότερο το γόητρο του ελληνικού στρατού έναντι των βαλκανικών συμμάχων και των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Στρατός Ηπείρου προέβη σε ανασυγκρότηση με σκοπό την εκκαθάριση και εξασφάλιση της υπόλοιπης περιοχής της Ηπείρου. Έτσι, οι IV και VI Μεραρχίες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, οι II και VIII Μεραρχίες διατάχθηκαν να προελάσουν προς το Αργυρόκαστρο, ενώ στην III Μεραρχία ανατέθηκε η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων προς την κατεύθυνση της Πρεμετής.
Στις 3 Μαρτίου τμήματα της VIII Μεραρχίας, αφού ανέτρεψαν τουρκική αντίσταση στην Κακαβιά την προηγουμένη, εισήλθαν στο Αργυρόκαστρο και στις 5 Μαρτίου τμήματα του Συντάγματος Ιππικού, που αποτελούσε εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας, εισήλθαν στο εγκαταλειμμένο από Τούρκους Τεπελένι. Παράλληλα, τμήματατης II Μεραρχίας (σ.31), που ακολουθούσε την VIII, προωθήθηκαν στο Δελβίνο και στο Αργυρόκαστρο, όπου ανέλαβαν τη φρούρησή τους. Στο μεταξύ, η ΙΙΙ Μεραρχία προέλασε προς την Πρεμετή, όπου έφτασε στις 2 Μαρτίου, με ετοιμότητα συνέχισης προς Κλεισούρα. Στην ισχυρή τοποθεσία της στενωπού της Κλεισούρας, οι τουρκικές δυνάμεις αντέταξαν σθεναρή άμυνα, αναγκάζοντας την ΙΙΙ Μεραρχία να εμπλέξει το σύνολο των δυνάμεών της. Ωστόσο, τις απογευματινές ώρες της 3ης Μαρτίου η στενωπός της Κλεισούρας κατελήφθη από τις ελληνικές δυνάμεις, αναγκάζοντας τους Τούρκους να συμπτυχθούν προς το Βεράτι. Παρά το γεγονός ότι η Βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, οι Μεγάλες Δυνάμεις, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, ανακήρυξαν την Αλβανία «Αυτόνομη Ηγεμονία» υπό την προστασία τους και υποχρέωσαν τον ελληνικό στρατό να αποσυρθεί από τα ελληνικά εδάφη της Βορείου Ηπείρου.



Σημειώσεις

1. Εθελοντικό σώμα που συνέστησε για πρώτη φορά ο Ιταλός Giuseppe Garibaldi το 1860, με σκοπό να μάχεται στο πλευρό όσων πολεμούσαν για την ελευθερία τους. Ο γιός του, Ricciotti Garibaldi, πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων, επικεφαλής περίπου 2.300 φιλελλήνων και Ελλήνων εθελοντών. Οι Έλληνες του Σώματος των Γαριβαλδινών αποτελούσαν ιδιαίτερο τμήμα υπό τον Αλέξανδρο Ρώμα και ήταν γνωστό ως «Σώμα Ερυθροχιτώνων» λόγω του ερυθρού χιτωνίου της στολής τους, βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (στο εξής ΓΕΣ/ΔΙΣ), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τ. Α΄, Αθήνα 1988, σημ. 1, 20.
2. Γενικόν Επιτελείον Στρατού – Πολεμική Έκθεσις (στο εξής ΓΕΣ-ΠΕ), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, Παράρτημα τόμου Α΄, εν Αθήναις 1940, 129, αρ. 325.
3. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός, τ. Α΄, 64.
4. Στο ίδιο, 67
5. Ζητούσε να κρατήσει 5.000 όπλα για την εκγύμναση των νεοσύλλεκτων, όρο που δεν έκανε δεκτό η ελληνική πλευρά, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987, 58
6. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 245, αρ. 763 και 765.
7. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1603/Α/11, Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του τουρκικού στρατού, 29 Οκτωβρίου 1912.
8. Στο ίδιο.
9. Τελικά στη Θεσσαλονίκη εισήλθε ολόκληρο το βουλγαρικό σύνταγμα, αντί των δύο μόνο ταγμάτων για τα οποία υπήρχε έγκριση από την ελληνική πλευρά.
10. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 417-420, αρ. 1396-1405.
11. Οι Βούλγαροι, μεταξύ άλλων, αξίωσαν την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από όλα τα εδάφη ανατολικά του Αξιού ποταμού, βλ. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 437, αρ. 1469.
12. Στο ίδιο, 283, αρ. 911˙286, αρ. 919α.
13. Στις 2 Νοεμβρίου το Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης έπαψε να υφίσταται και όλες οι μονάδες εντάχθηκαν στη V Μεραρχία. Στο ίδιο, 283, αρ. 911.
14. Στο ίδιο, 297, αρ. 958.
15. Στο ίδιο, 328, αρ. 1091.
16. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 342, αρ. 1147˙343, αρ. 1148˙ 344, αρ. 1154
17. Στο ίδιο, 358, αρ. 1190.
18. Στο ίδιο, 363, αρ. 1201.
19. Στο ίδιο, 399, αρ. 1341-1342.
20. Στο ίδιο, 396, αρ. 1331.
21. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., Φ.1623/Α/29, Διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών προς τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, αρ. 80002, Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 1912.
22. ΓΕΣ-ΠΕ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, Παράρτημα τόμου Β΄,εν Αθήναις 1932, 23, αρ. 56-57.
23. Στο ίδιο, 72, αρ. 231.
24. Πρόσκοποι ονομάστηκαν τότε οι εθελοντές, οι οποίοι, αν και δεν ήταν υπόχρεοι σε στράτευση,προσήλθαν αθρόα να καταταγούν, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός, τ. Α΄, σημ. 1, 20.
25. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Β΄, 115, αρ. 352.
26. Στο ίδιο, 159, αρ. 464α.
27. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Β΄, 394, αρ. 789˙413, αρ. 832α˙414, αρ. 833.
28. Στο ίδιο, 531-532, αρ. 1155-1155α.
29. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Β΄, 675, αρ. 1451γ.
30. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Β΄, 703, αρ. 1527.
31. Αργότερα η II Μεραρχία μεταφέρθηκε και αυτή στη Θεσσαλονίκη.


https://averoph.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου